Στις αρχικές εκτιμήσεις του για την παραγωγή του 2020, ο Διεθνής Οργανισμός Αμπέλου και Οίνου (OIV) εκτιμούσε την παγκόσμια παραγωγή κρασιού φέτος μεταξύ 253,9 εκατομμυρίων και 262,2 εκατομμυρίων εκατόλιτρων (mhl), με μέση εκτίμηση στα 258 mhl.
Θα είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που η παγκόσμια παραγωγή κρασιού θα κινηθεί κάτω από τον μέσο όρο, μετά την άνοδο σε επίπεδα που προσέγγισαν ιστορικά υψηλά το 2018, δήλωσε ο οργανισμός, ο οποίος εδρεύει στο Παρίσι.
“Αυτό δεν πρέπει απαραίτητα να θεωρείται κακή είδηση για τον τομέα του οίνου, δεδομένου του τρέχοντος πλαισίου, όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις, η κλιματική αλλαγή και η πανδημία δημιουργούν υψηλό βαθμό μεταβλητότητας και αβεβαιότητας στην παγκόσμια αγορά του κρασιού”, σημειώνει σε έκθεσή του.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αμπελώνες επωφελήθηκαν από καλές καιρικές συνθήκες, ωστόσο η παραγωγή παρέμεινε χαμηλότερα από τον μέσο όρο, καθώς οι παραγωγοί και οι κυβερνήσεις περιόρισαν την παραγωγή για να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις από την πανδημία, δήλωσε ο OIV.
Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι παραγωγοί σαμπάνιας συμφώνησαν να συλλέξουν περίπου 20% λιγότερα σταφύλια φέτος, καθώς προσπάθησαν να ανακάμψουν από την κατάρρευση των πωλήσεων που προκλήθηκε από την κρίση του κορονοϊού.
Ο OIV αναμένει την παραγωγή των κρατών της ΕΕ τα οποία περιλαμβάνουν τους τρεις μεγαλύτερους παραγωγούς οίνου στον κόσμο – την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία – στα 159 mhl, αυξημένη κατά 5% σε σχέση με το 2019, κάτω ωστόσο από τον μέσο όρο. της πενταετίας.
Ένα εκατόλιτρο αντιστοιχεί σε 133 τυποποιημένες φιάλες κρασιού.
Στο νότιο ημισφαίριο, η συνολική παραγωγή 2020 εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 8% σε σχέση με το 2019 στα 49 mhl, κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης στην Αργεντινή (-17% από το 2019), τη Χιλή (-13%) και την Αυστραλία (-11%).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις τοποθετούν την παραγωγή οίνου στα 24,7 mhl, με αύξηση 1% σε σχέση με το 2019, ωστόσο η πρόβλεψη θα μπορούσε να αναθεωρηθεί όταν υπάρξουν περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις των πυρκαγιών στις περιοχές της Νάπα και του Σονόμα.
Πηγή: capital