Ο αυστραλιανής καταγωγής επιχειρηματίας Ρούμπερτ Μέρντοχ, ο οποίος είναι 93 ετών, παντρεύτηκε τη βιολόγο Έλενα Ζούκοβα το περασμένο Σαββατοκύριακο στο κτήμα του στο Moraga. Με το να παντρευτεί και να κάνει φωτογραφίες στο κτήμα, ο άνθρωπος των μέσων ενημέρωσης θέλησε να γνωστοποιήσει σε εκατομμύρια ανθρώπους για τον αμπελώνα Moraga και, τελικά, τα σχέδιά του να πάει τη μάρκα παραπέρα.
Κρασιά παγκόσμιας κλάσης
Αναφέρθηκε πριν από δύο μήνες ότι η παραγωγή «κρασιών παγκόσμιας κλάσης» ήταν πλέον η βασική εστίαση του Μέρντοχ μετά από δεκαετίες ως αναμφισβήτητα μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες στη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης, με τον ίδιο, σύμφωνα με την Daily Mail, να θέλει ο αμπελώνας να είναι ένα μεγάλο μέρος της κληρονομιάς του.
Αγόρασε το Moraga το 2013 για 22,3 εκατομμύρια δολάρια, το οποίο βρίσκεται σε μια τοποθεσία 16 στρεμμάτων στο κέντρο της περιοχής Bel Air της πόλης και περιλαμβάνει 14 στρέμματα αμπελώνα πάνω από το φαράγγι του Benedict Canyon.
Αμπέλι σε πρώην ράντσο αλόγων
Το Moraga ήταν αρχικά ένα ράντσο αλόγων, που ανήκε στον σκηνοθέτη των Gone with the Wind και The Wizard of Oz, Βίκτορ Φλέμινγκ. Αλλά το 1980, ο τότε ιδιοκτήτης του Τομ Τζόουνς, ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας αμυντικής και αεροδιαστημικής τεχνολογίας Νόρθροπ Γκρουμμαν, αποφάσισε να φυτέψει αμπέλια. Όταν ο Μέρντοχ αγόρασε το κτήμα τον Αύγουστο του 2013 από τον Τζόουνς, αφού το είδε καταχωρισμένο σε μία από τις δικές του εφημερίδες, τη Wall Street Journal, του ζητήθηκε να το κρατήσει ως αμπελώνα εργασίας – κάτι που φάνηκε ότι ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης ήταν ευτυχής να διατηρήσει.
Μάλιστα, ο Μέρντοχ φέρεται να δηλώνει ότι το Moraga «δεν είναι Napa ή Bordeaux», αλλά ότι«αξίζει μια θέση στο τραπέζι με τα υπόλοιπα κορυφαία κρασιά του κόσμου».
Παρόλο που το οινοποιείο δεν κερδίζει τεράστιο χρηματικό ποσό και έχει τη δυνατότητα να παράγει περίπου 10.000 φιάλες το χρόνο, ο Μέρντοχ έχει μπει στην επιχείρηση με τις πωλήσεις που τον έχουν κάνει έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Η προσοχή που αποδίδει ο επιχειρηματίας σε κάθε λεπτομέρεια του κόστους παραγωγής κρασιού φαίνεται σε μια συνέντευξη στο Bloomberg, με τον ίδιο να σχολιάζει ότι είναι «άγρια ακριβό» να φτιάξεις ένα επιτραπέζιο κρασί, και επίσης ότι οι φόροι είναι δύσκολοι στο Bel Air, και ότι είναι «η γη που σε σκοτώνει».
Πέρυσι προσέλαβε μια νέα διευθύντρια πωλήσεων και μάρκετινγκ, τη Suzette Hébert, με στόχο να βρει νέες λίστες για το κρασί στο εμπόριο, ειδικά στα εστιατόρια υψηλής ποιότητας, τα οποία ανέφερε επίσης στη συνέντευξη του Bloomberg το 2017, καλώντας Νεοϋορκέζοι σομελιέ να έρθουν να δοκιμάσουν τις φιάλες του.
Ως μέρος της προσπάθειας επικοινωνήσει τον αμπελώνα σε περισσότερους ανθρώπους, είναι γευσιγνωσίες με 150 δολάρια ανά επισκέπτη με το κτήμα να είναι ανοιχτό στο κοινό. Αυτή τη στιγμή παράγει περίπου 500 κιβώτια κόκκινου κρασιού, το οποίο πωλείται στα 140 δολάρια και ένα ελαφρώς φθηνότερο Sauvignon Blanc, στα 92 δολάρια. Να σημειωθεί ότι το Estate Red παράγεται από σταφύλια που καλλιεργούνται στις πλαγιές των λόφων και είναι ένα μπλεντ από Cabernet Sauvignon, Merlot και λίγα Petit Verdot και Cabernet France — αν και αυτό αλλάζει για κάθε σοδειά.