Του Γιώργου Λαμπίρη
Στο επίκεντρο των καλλιεργητικών πρακτικών πρακτικών που εφαρμόζουν βρίσκεται η περμακουλτούρα, η οποία βασίζεται στη λίπανση των φυτών χωρίς τη χρήση χημικών αλλά και η οινοποίηση με ελάχιστες τεχνικές παρεμβάσεις. Aμφότεροι άντλησαν το γνωστικό τους υπόβαθρο μετά από σπουδές οινολογίας στο Μονπελιέ. Το οινοποιείο τους βρίσκεται στην περιοχή του όρους Πάικο, ενώ αυτή την περίοδο πειραματίζονται και με την προοπτική της αυτόριζης καλλιέργειας των αμπελιών. «Αυτή την περίοδο κάνουμε ορισμένες δοκιμές με τη φύτευση αυτόριζων ποικιλιών απευθείας στο χώμα, χωρίς να χρησιμοποιούμε ξενικές ρίζες όπως για παράδειγμα από αμερικάνικα κλίματα. Εφόσον πιάσει αυτό το πείραμα θα πετύχουμε μία ολοκληρωμένη ανοσοποιητική προσέγγιση του αμπελιού αρχής γενομένης από τις ρίζες και καταλήγοντας στην καλλιέργεια. Χρησιμοποιούμε βέργες από τα δικά μας αμπέλια, τις οποίες αναπαράγουμε στην περιοχή μας, καθότι έχουν ήδη την ταυτότητα του terroir και δεν αγοράζουμε κλώνους από άλλες περιοχές».
Όπως λέει η Μελισσάνθη Λίγα «όταν ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980 ο πατέρας μου, είχε πολύ μεγάλη πίστη σε ό,τι σχετιζόταν με την βιολογική και την “καθαρή” οινοποίηση. Τα πρώτα του κρασιά προήλθαν από μικρές οινοποιήσεις που έκανε για λογαριασμό του, ενώ ταυτόχρονα συνεργαζόταν με μεγάλες εταιρείες ως οινολόγος».
«Αυτό που κυρίως ήθελε ήταν να εκφράσει την ταυτότητα μίας περιοχής και ενός τοπικού προϊόντος, βασιζόμενος στις ελληνικές ποικιλίες, οι οποίες οινοποιούνταν έως τότε κυρίως σε μείγματα ποικιλιών για την δημιουργία κρασιών. Εξαίρεση αποτελούσε το ασύρτικο της Σαντορίνης ή και το ξινόμαυρο της Νάουσας», εξηγεί η Μελισσάνθη Λίγα.
Η ίδια γνώρισε τη συγκεκριμένη προσέγγιση της καλλιέργειας του αμπελιού και της οινοποίησης με βασικό στοιχείο την έμφαση στην ανοσοποιητική άμυνα του αμπελιού που εκφράζεται από μόνο του χωρίς την προσθήκη χημικών ουσιών. «Μεγάλωσα με αυτό το μοντέλο. Αυτό που προσπάθησα να καταλάβω είναι πώς εκφράζεται η γη και η φύση καθώς και ορισμένες ποικιλίες. Να αναθεωρήσω την τεχνική αλλά και να ακούσω την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων και να την ακολουθήσω χωρίς παρεμβάσεις».
Κάθε κρασί αντιστοιχεί σε ένα αμπελοτόπι
Στο Κτήμα Λίγας παράγονται σήμερα αμιγώς ελληνικές ποικιλίες όπου το κάθε κρασί αντιστοιχεί σε ένα ξεχωριστό αμπελοτόπι. «Πρόκειται για μία φιλοσοφία που συναντά κανείς στη Βουργουνδία. Εφαρμόζουμε διαφορετική μέθοδο οινοποίησης σε κάθε κρασί, είτε με βαρέλι, είτε με ανοξείδωτη δεξαμενή, είτε με αμφορέα. Η παραγωγή μας επικεντρώνεται σε αρκετές λευκές ποικιλίες που εκχυλίζονται όπως τα κόκκινα για να αποκτήσουν την ταυτότητα του terroir και τον βιοδυναμικό κόσμο που περιβάλλει τον αμπελώνα».
Αυτή τη στιγμή το Κτήμα καλλιεργεί 90 στρέμματα και στόχος είναι μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια να έχει φτάσει στα 130 στρέμματα κατά μέγιστο. «Δεν επιδιώκουμε να μεγαλώσουμε πολύ περισσότερο. Είμαστε μία δεμένη ομάδα και θέλουμε να παρακολουθούμε όλες τις διαδικασίες από το ‘Α’ έως και το ‘Ω’, χωρίς να χάσουμε την ιδιαιτερότητα και την ποιότητα των κρασιών που έχουμε δημιουργήσει».
Οι σημαντικότερες ποσότητες της παραγωγής διατίθενται στο εξωτερικό, σε 17 χώρες, όπου υπάρχει ζήτηση για φυσικά κρασιά που υπάγονται στην κατηγορία των orange wines. Tα κρασιά του Κτήματος Λίγα εντοπίζονται κυρίως σε εστιατόρια του κόσμου καθώς και σε επιλεγμένα σημεία της Ελλάδας, σε κάβες ή σε εστιατόρια. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είναι συχνά προπωλημένο λόγω των περιορισμένων ποσοτήτων που υφίστανται, γεγονός που σε πολλές των περιπτώσεων τα καθιστά δυσεύρετα. Οι τιμές λιανικής για τις 15 παραγόμενες ετικέτες κυμαίνονται ανάλογα με τον τρόπο οινοποίησης και τα χαρακτηριστικά του κάθε κρασιού από 15 έως και 60 ευρώ.
Μεταξύ των οίνων του Κτήματος που η Μελισσάνθη Λίγα ξεχωρίζει είναι το blanc de noir, Σπείρα, από ξινόμαυρο που δημιουργείται με την μέθοδο παραγωγής ενός οξειδωτικού κρασιού και παλαιώνει κατά την διαδικασία Solera. Eπίσης αναφέρεται τη σειρά τριών κρασιών, Barrique, από τις ποικιλίες Ροδίτη, Ασύρτικο και Κυδωνίτσα καθώς και ston ερυθρό «Βουκεφάλα» από ξινόμαυρο.
Σε αριθμούς
Ετήσια παραγωγή: ~30.000 φιάλες
Συνολική καλλιέργεια: 90 στρέμματα
Εξαγωγές: Σε 17 χώρες
Λευκά κρασιά: 65% της παραγωγής
Ερυθρά κρασιά: 35% της παραγωγής