Πρωτοπόρος στην κατάταξη παρέμεινε η Moët & Chandon που διατήρησε τα σκήπτρα της και είδε την αξία της να αυξάνεται κατά 9% σε σχέση με πέρυσι, φτάνοντας τα 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ στην δεύτερη θέση βρέθηκε η Chandon που υποχώρησε κατά 1%, στα 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Η τρίτη και η τέταρτη θέση της λίστας επίσης ανήκουν σε brands της LVMH, και συγκεκριμένα στην Veuve Clicquot, που είδε την αξία της να αυξάνεται κατά 2% στα 959,2 εκατομμύρια δολάρια, ενώ η Dom Perignon επίσης κινήθηκε ανοδικά (+7%), αγγίζοντας τα 799,8 εκατομμύρια δολάρια.
Πτωτική ήταν η πορεία της κινέζικης Changyu , η οποία από δεύτερη πιο πολύτιμη εταιρεία πέρυσι, βρίσκεται πλέον στην πέμπτη θέση, μετά από μείωση 33% στην αξία της επωνυμίας της, που βρίσκεται πλέον στα 706,8 εκατομμύρια δολάρια.
Ο διευθυντής της Brand Finance, Henry Farr, σημείωσε ότι η αναβίωση της βιομηχανίας αφρώδους κρασιού μετά από την περίοδο της πανδημίας έδωσε σημαντική ώθηση στην LVMH, δίνοντας εύσημα στον γαλλικό κολοσσό για την στρατηγική τιμολόγησης των προϊόντων του και την διατήρηση του όγκου πωλήσεων του σε υψηλά επίπεδα.
Παράλληλα, ο Farr ανέφερε πως οι παραγωγοί και οι καταναλωτές δείχνουν να αποκτούν μεγαλύτερη περιβαλλοντική συνείδηση, γεγονός που μαρτυρά η στροφή του ενδιαφέροντος του 11% των πελατών σε μεθόδους βιωσιμότητας, ενώ τόνισε πως οι εταιρείες που υιοθετούν πρακτικές όπως η μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων, η ανακύκλωση του νερού και η διασφάλιση δίκαιης μεταχείρισης για τους εργαζόμενους τους, γίνονται όλο και πιο ελκυστικές για τους καταναλωτές.
Η αξία της επωνυμίας, όπως ορίζεται από το Brand Finance, αντιπροσωπεύει το καθαρό οικονομικό όφελος που θα μπορούσε να αποκομίσει η εταιρεία, αν αδειοδοτηθεί στην ανοιχτή αγορά, ενώ η ισχύς της επιχείρησης είναι ένα μέτρο του πόσο αποτελεσματικά εδραιώνεται μια επιχείρηση αντίληψη των καταναλωτών, σε σχέση με τους ανταγωνιστές της.
Με πληροφορίες από European Supermarket Magazine