του Πέτρου Γκόγκου
Σε αυτή την περίπτωση, η παραδοχή αφορά σε καλύτερες συνθήκες ωρίµανσης αλλά και περιορισµό των ασθενειών λόγω του µέχρι πρότινος µεγαλύτερου ποσοστού υγρασίας.
Η αιχµή της συζήτησης, που ανοίγει και επίσηµα πλέον στη γειτονιά µας, έγκειται στην παραδοχή ότι το κλίµα αλλάζει. «∆εν σας κρύβω ότι τα ορεινά τεµάχια τα κοιτάζουµε µε παραπάνω ενδιαφέρον. Γι’ αυτό έχουµε φυτεύσει και στα 700 µέτρα σε περιοχή που δεν είχε αµπέλια παλιότερα, εδώ στους Ασίτες» θα πει ο Ζαχαρίας ∆ιαµαντάκης από την Κρήτη, πάνω στην κουβέντα για το αν τελικά υφίσταται λόγος για κάτι τέτοιο ή για το αν τα ορεινά οινοπέδια «της τροπικής» Νέας Γης στη Λατινική Αµερική και η αρνητική εµπειρία του περασµένου καλοκαιριού, έχουν επηρεάσει κάπως τα φίλτρα µας.
Εξετάζοντας το θέµα από το ακραίο παράδειγµα των 3.000 µέτρων των περουβιανών Άνδεων και της Salta Valley στην Αργεντινή, φαίνεται ότι και µόνο ο λεπτός αέρας του βουνού κάνει ακόµα πιο εξαντλητική την εργασία στο αµπέλι. Στην Ευρώπη, ο υψηλότερος αµπελώνας εντοπίζεται λίγο πιο κάτω από το αλπικό τοπίο της Βόρειας Ιταλίας, στην Aosta Valley, σε υψόµετρο 1.250 µέτρων. Εξαντλητική όµως είναι και η ελληνική περίπτωση, που δύσκολα µπορεί να υπερβεί τα 1.000 µέτρα. Άλλωστε, «αυτά τα αµπέλια που βρίσκονται αιώνες σε πιο χαµηλά υψόµετρα, έχουν λόγο και βρίσκονται εκεί, ξέρουν να αντιδρούν στις δυσκολίες του καιρού» εξηγεί στο Wine Τrails ο πολύπειρος Γιώργος Σκούρας, που παραδέχεται και ο ίδιος ότι οι νέες φυτεύσεις του δηµοφιλούς Κτήµατος γίνονται σε υψόµετρα άνω των 500 µέτρων. Η άποψη αυτή δεν απέχει πολύ και από την κοινή αντίληψη αρκετών ότι οι γηγενείς ποικιλίες είναι το όχηµα για την αντιστάθµιση των αλλαγών του κλίµατος στην Ελλάδα. Μια εκτίµηση στην οποία επιστρέφουν σταθερά οι περισσότεροι Έλληνες αµπελουργοί και οινοποιοί.
«Έχει ρίσκο» θα ξεκαθαρίσει ο κ. Σκούρας, ευθύς αµέσως, παραθέτοντας όλα τα εµπόδια που πρέπει να λάβει υπόψιν του κάποιος πριν αποφασίσει να µετακινήσει το αµπέλι του στο βουνό.
«Πάντα είχαµε αµπέλια σε µεγάλο υψόµετρο, που φτάνει µέχρι και τα 1.000 µέτρα. Βρισκόµαστε άλλωστε σε ένα αµπελοτόπι, αυτό της Πελοποννήσου, που κατά 85% αποτελείται από βουνά» συνεχίζει ο κ. Σκούρας. Ένα από τα προβλήµατα που αντιµετώπιζαν παλιότερα οι αµπελουργοί των ορεινών όγκων, είχε να κάνει µε τις βροχές του Οκτώβρη, που σχεδόν πάντα προλάβαιναν τον τρύγο. «Πλέον τα αµπέλια αυτά φαντάζουν πιο ελκυστικά, γιατί έχουµε λιγότερες βροχές ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται». Η λύση αυτού του προβλήµατος όµως αποκαλύπτει και µια βασική πρόκληση για τους ορεινούς αµπελώνες, που είναι η εγκατάσταση άρδευσης. Αυτό µε τη σειρά του αποκαλύπτει και το πρόβληµα της προσβασιµότητας. «Τα αµπέλια του βουνού µειονεκτούν ως προς το κοστολόγιο. Το έδαφος έχει πέτρες, η διαµόρφωση γίνεται δύσκολη» θα πει από την πλευρά του ο κ. ∆ιαµαντάκης. Στο ίδιο µήκος κινείται και ο Γιώργος Σκούρας. «Τα εδάφη που βρίσκονται σε µεγάλα υψόµετρα, δεν είναι εύφορα. ∆ηµιουργούν πρόβληµα στους καλλιεργητές» αναφέρει, συµπληρώνοντας ότι είναι σηµαντικό για µια οινοποιητική επιχείρηση να βρίσκεται και χωρικά κοντά στους αµπελουργούς. Η αποµόνωση στο βουνό δεν ενέχει µόνο οικονοµικό ρίσκο.
Το ζήτηµα αποκτά και µια θεσµική διάσταση. «Η αναζήτηση του υψοµέτρου, είναι µια λύση που αφορά λίγους. Τα δικαιώµατα φύτευσης δεν είναι εύκολη υπόθεση, εκτός και αν προχωρήσεις σε µεταφυτεύσεις. Είναι αρκετά σύνθετο» συµπληρώνει ο κ. Σκούρας. Είναι ένα ρίσκο όµως το οποίο φαίνεται να «ιντριγκάρει» αρκετούς.
Στο όρος Μενοίκιο και στο Πάικο
Πρόσφατα το κτήµα Τέχνη Οίνου απέκτησε µια έκταση 40 στρεµµάτων στο όρος Μενοίκιο, σε υψόµετρο 1.100 µέτρων. «Θέλουµε να δούµε τι αντίκτυπο έχει το ψυχρό κλίµα στα αρωµατικά κυρίως χαρακτηριστικά του Sauvignon Blanc, µε το οποίο θα γίνει η πειραµατική φύτευση. Προσδοκούµε να πάρουµε µια µεγαλύτερη φρεσκάδα σε σύγκριση µε το Sauvignon Blanc που καλλιεργείται σε θερµότερο κλίµα. Παίρνουµε ένα ρίσκο, γιατί µιλάµε για πολύ µεγάλο υψόµετρο. Εποµένως υπάρχει το ρίσκο του παγετού, ειδικά της άνοιξης, που κινδυνεύσεις να χάσεις την επένδυση που θα γίνει. Είµαστε όµως είµαστε διατεθειµένοι να το πάρουµε για να δούµε αν µπορούµε να πάρουµε κάτι εξαιρετικό σε ό,τι αφορά στο επίπεδο της ποιότητας» αναφέρει ο Άκης Παπαδόπουλος, χηµικός και οινολόγος στο «Κτήµα Τέχνη Οίνου».
Η Χλόη Χατζηβαρύτη, αποκαλύπτει και αυτή σε µια συνάντηση στη Γουµένισσα ότι ψάχνει να βρει τρόπο να επεκτείνει ένα αµπέλι που πρόσφατα έστησε στα 700 µέτρα στο όρος Πάικο. Ο Στέλλιος Μπουτάρης, του κτήµατος Κυρ-Γιάννη, παραθέτει και τον λόγο πίσω από αυτήν την τάση. «Εµείς εδώ στο Αµύνταιο έχουµε ωφεληθεί από την κλιµατική αλλαγή». Σε υψόµετρο γύρω από τα 750 µέτρα, στους τελευταίους τρύγους της περιοχής, ο κ. Μπουτάρης βλέπει τα τσαµπιά να ωριµάζουν καλύτερα. Ωστόσο, όπως σηµειώνει, δεν υπάρχει πάντα η επιλογή αυτή. «Στη Σαντορίνη, πού να πας; ∆εν έχει πιο ψηλά. Στην Αττική επίσης, οι επιλογές είναι περιορισµένες» καταλήγει.
Αλλάζει το προφίλ των κρασιών
Η µετατόπιση των αµπελώνων σε µεγαλύτερα υψόµετρα παρατηρείται σε όλες τις αµπελουργικές ζώνες του κόσµου, όµως η διαδικασία είναι σύνθετη, παρατηρεί και η Χαρούλα Σπινθηροπούλου, γεωπόνος, αµπελουργός και οινοποιός. «Η χώρα µας διαθέτει πλήθος ποικιλιών που θα µπορούσαν να αναδειχθούν σε πιο ορεινές, ψυχρότερες ζώνες». Βέβαια η µετατόπιση αυτή θα συνοδεύεται µε αλλαγές στα χαρακτηριστικά των κρασιών, και θα χρειαστεί αρκετός χρόνος προσαρµογής στο νέο περιβάλλον. «∆εν θα είναι όλες οι ποικιλίες κατάλληλες για µεγάλα υψόµετρα, κι αυτό προφανώς θα επιφέρει αλλαγές στην ποικιλιακή σύνθεση των αµπελουργικών ζωνών, αλλά και στο χαρακτήρα των κρασιών που οι ζώνες µελλοντικά θα παράγουν» εξηγεί η ίδια.