Σε μια κρίσιμη περίοδο για την αμπελοκαλλιέργεια εισέρχεται η χώρα, αφού η περιπέτεια που βίωσε ο ελληνικός αμπελώνας από τους καλοκαιρινούς λίβες και νωρίτερα τον παγετό, αναδεικνύει με τον πιο εμφανή τρόπο την ανάγκη σύναψης ενός νέου «συμβολαίου» τιμολόγησης των οινοποιήσιμων ποικιλιών σταφυλιού, μεταξύ οινοποιών και ανεξάρτητων αμπελουργών.
Παρά τη μειωμένη παραγωγή σε βασικές ζώνες της χώρας, από τη Βόρεια Ελλάδα ως την Πελοπόννησο, τη Σαντορίνη και την Κρήτη, οι τιμές τις οποίες διαμόρφωσε η αγορά κατά κανόνα αποκλίνουν ελάχιστα σε σχέση με τα περσινά επίπεδα, κάτι που μαρτυρά τον κορεσμό της αγοράς από σταφύλι «της σειράς». Τα όρια του ασκού είναι πεπερασμένα και όσο διατηρείται η τιμολόγηση του Ξινόμαυρου στα 45 λεπτά το κιλό, του Αγιωργίτικου στα 30 λεπτά και του Ροδίτη στα 20 λεπτά, τόσο θα στενεύουν και τα περιθώρια της χώρας να δώσει σε ικανές ποσότητες τα Μεγάλα Κρασιά που θα της χαρίσουν ξεχωριστή κατηγορία και θέση στις κάβες του εξωτερικού. Να σημειωθεί εδώ ότι παρά τα βήματα που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες, ο ελληνικός οίνος παραμένει στην κατηγορία «Other Wines» με τις φιάλες να στοιχίζονται δίπλα σε κρασιά Tρίτων χωρών σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στην περίπτωση των ισπανικών, των ιταλικών ή των γερμανικών κρασιών.
Το ζήτημα αναδεικνύουν στο Wine Trails αμπελουργοί και οινοποιοί, όσο ταυτόχρονα ήδη προωθείται και η λογική της συμβολαιακής καλλιέργειας από ορισμένες επιχειρήσεις του κλάδου, που επιδιώκουν πλέον πιο ενεργά και ξεκάθαρα την αναβάθμιση της πρώτης ύλης που καταφθάνει στα οινοποιεία.
Το φάσμα των τιμών στην ελληνική αγορά φέτος ξεκινά από τα 40 λεπτά γενικά για μαύρες ποικιλίες και 35 λεπτά για λευκές στα οινοποιήσιμα σταφύλια του θεσσαλικού κάμπου, ως τα 4,50 και τα 4,70 ευρώ το κιλό για το Μαυροτράγανο και το Ασύρτικο της Σαντορίνης.
Όσο οι αμπελουργοί βλέπουν φέτος το τείχος των 45 λεπτών το κιλό για ποικιλίες όπως το Ξινόμαυρο και το Αγιωργίτικο, δεν μπορούν να σταθούν στη λογική των χαμηλών αποδόσεων και μονόδρομος γι’ αυτούς γίνεται η επανάπαυση στο κυνήγι του τονάζ. Οι συνέπειες είναι άμεσες και στη δυνατότητα της πρώτης ύλης που παραδίδουν να αναδείξει στο μέγιστο την τυπικότητα των ποικιλιών αυτών, που μπορούν να γίνουν σημαία του αμπελώνα της ηπειρωτικής Ελλάδας στην κατηγορία τους.
Παρόμοια η εικόνα και στη Πελοπόννησο, όπου οι λιγοστοί και εκλεκτοί ορεινοί Ροδίτες πληρώνονται από τα οινοποιεία με 40 λεπτά το κιλό, ωστόσο πρόκειται για ποσότητες σταγόνα στον ωκεανό των παράλιων της περιοχής που διαμορφώνουν τιμές από 20 έως 30 λεπτά για τη βασική παραγωγή.
Φαίνεται εδώ πως αλλιώς αντιμετωπίζονται αμπελοτόπια και αμπελουργοί που εργάζονται στα κτήματα με φιλοσοφία χαμηλών αποδόσεων σταφυλιών ποιότητας και έχουν συνάψει πολυετή σχέση με τα τοπικά οινοποιεία και αλλιώς οι «ελεύθεροι» αμπελουργοί που με αποδόσεις άνω των 2 και 3 τόνων ανά στρέμμα, πουλάνε φθηνά δυσκολεύοντας άθελά τους την περαιτέρω εξέλιξη του ελληνικού κρασιού. Άλλωστε και οι οινοποιοί μέχρι στιγμής, σε ελάχιστες περιπτώσεις, έχουν στηρίξει οικονομικά τον άθλο των μετρημένων αποδόσεων, τιμολογώντας την ποιότητα. Αποτέλεσμα αυτής της προβληματικής συνεννόησης είναι και το ξήλωμα γέρικων αμπελιών που θα μπορούσαν να δώσουν εξαιρετικό σταφύλι και η αντικατάστασή τους με εμπορικές ποικιλίες που δίνουν τονάζ σε terroir που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν να πουν πολλά, όπως σημειώνει ο οινοποιός Γιώργος Παπαϊωάννου από τη Νεμέα.
Αναβάθµιση αµπελουργικής ζώνης Ηρακλείου µε 80 λεπτά στην Ένωση
Προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς την αναβάθµιση της αµπελουργικής ζώνης της περιοχής, κινείται από φέτος το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου ο Συνεταιρισµός ανακοίνωσε τιµές έως 80 λεπτά το κιλό για τα µέλη του. Ουσιαστικά διπλασίασε τις τιµές παραγωγού, ρίχνοντας παράλληλα στη µάχη υπέρ της ποιότητας οινολόγους και γεωπόνους, σε µια προσπάθεια να στραφούν οι αµπελουργοί που παραδίδουν στην Ένωση προς τις χαµηλές αποδόσεις, όπως µεταφέρει ο επικεφαλής της Ένωσης, Σταύρος Γαβαλάς, ώστε η πρώτη ύλη να µπορεί να υποστηρίξει τις ποιοτικές οινοποιήσεις που θέλει να φέρει στην αγορά η ΕΑΣΗ. Ο ίδιος εξηγεί µάλιστα πως στο πλάνο της Ένωσης είναι η διαµόρφωση σχετικά σταθερών τιµών παραγωγού στα υψηλά των ετήσιων διακυµάνσεων, ώστε να διευκολυνθεί η εστίαση των παραγωγών στην ποιότητα.