«Το 2008 πήγα στη Νεμέα, εκεί βρέθηκα κατά λάθος, δεν είχα φανταστεί ότι θα γινόμουν οινοποιός. Οι αμπελώνες με τους οποίους δουλεύω είναι αυτός της Νεμέας, 50 στρέμματα με θέα στον Κορινθιακό, και ένας μικρότερος στη Σκοτεινή Αργολίδας όπου φτιάχνω την Κυδωνίτσα. Η παραγωγή είναι μικρή ενώ όλα τα κόκκινα κρασιά μας παράγονται από το Αγιωργίτικο, όμως για να γίνει το “Χρυσόβουλο” η καλλιέργεια είναι πολύ διαφορετική. Είναι ένα αμπέλι φυτεμένο ένα επί ένα σε αργιλώδες έδαφος. Ενώ όλο το κτήμα είναι επικλινές το κομμάτι στο οποίο έχουμε φυτέψει για το “Χρυσόβουλο” είναι επίπεδο και δεν έχει πότισμα. Τα πρώτα χρόνια κάναμε πολύ πράσινο τρύγο. Τώρα ο αμπελώνας είναι εννέα ετών και εδώ και δύο χρόνια δεν εφαρμόζουμε πράσινο τρύγο, έχει φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα παραγωγής με 580-680 κιλά ανά στρέμμα.
Η επιτυχία βρίσκεται στο να μην έχει καμία πράσινη ρώγα το σταφύλι, να έχει φτάσει στους επιθυμητούς βαθμούς και να είναι μαύρα τα κουκούτσια. Ακολουθούμε μια σειρά από κινήσεις πριν φτάσουμε στον τρύγο. Για παράδειγμα το ξεφύλλισμα γίνεται μετά την καρπόδεση κατά το Μάιο γιατί τα σταφύλια χρειάζεται να εκτεθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα στον ήλιο έτσι ώστε να συνηθίσουν σε αυτές τις συνθήκες. Ακόμα, όταν το φύλλο ακουμπάει πάνω στο τσαμπί τις μέρες που έχει καύσωνα, το βράδυ δημιουργείται υγρασία και την επόμενη μέρα το σταφύλι κινδυνεύει από εγκαύματα. Εφαρμόζουμε στάγδην άρδευση στον αμπελώνα, ποτίζονται δύο λίτρα την ώρα φτάνοντας συνολικά 12-14 ώρες ποτίσματος την ημέρα. Το πότε χρειάζεται να εφαρμόσουμε πότισμα το διαπιστώνουμε και με τη βοήθεια ειδικών μηχανημάτων που μετρούν την υγρασία στα φύλλα. Το σταύρωμα στη φύτευση είναι σε ύψος 80 πόντων ενώ οι γείτονες το έχουν στους 60 πόντους. Αυτό το κάνουμε γιατί τα τελευταία χρόνια η μέση θερμοκρασία στην Ελλάδα ανέβηκε με αποτέλεσμα η θερμότητα που αντανακλάται από το έδαφος να οδηγεί σε βίαια ωρίμανση. Φτάνουν δηλαδή τα σταφύλια στους επιθυμητούς βαθμούς και τα κουκούτσια είναι πράσινα. Γι’ αυτό εμείς τρυγάμε πέντε μέρες μετά τους γείτονες, παρόλο που έχουμε τους ίδιους βαθμούς μαζί τους. Ο γεωπόνος μου, ο Γιάννης Κανάκης, με έβαλε να πουλήσω το οικόπεδο που είχα αγοράσει σε υψόμετρο 500 μέτρων από τη μία πλευρά του βουνού και να το αγοράσω από την άλλη πλευρά του βουνού έτσι ώστε να πετύχει τον προσανατολισμό που ήθελε και τις κατάλληλες συνθήκες ανάπτυξης για το αμπέλι. Ακόμα και οι δύο ώρες που φεύγει νωρίτερα ο ήλιος από το αμπέλι είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλω αυτή την επιτυχία είναι ο γεωπόνος μου, που έχει την πλήρη επίβλεψη του αμπελώνα. Ακόμα, έχω έναν καταπληκτικό οινολόγο τον Alberto Antonini. Σε αυτόν οφείλεται η κίνησή μας για να πιστοποιήσουμε τον αμπελώνα μας ως βιολογικό φέτος και το γεγονός ότι σταματήσαμε να χρησιμοποιούμε ζύμες».