Η κατανάλωση των αλκοολούχων ποτών θεωρείται παγκοσμίως και στην Ελλάδα ως κοινωνική και χαλαρωτική διαδικασία, από την πλειονότητα των ενηλίκων . Η παραγωγή τους δε και το εμπόριο συνεισφέρουν σημαντικά στις οικονομίες των χωρών. Η υπερβολική κατανάλωσή τους ωστόσο, συγκαταλέγεται στις κύριες αιτίες νόσησης και ατυχημάτων παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο μέσος Έλληνας (άνω των 15 ετών) φαίνεται πως καταναλώνει περίπου 10,2 λίτρα καθαρού αλκοόλ τον χρόνο, που αντιστοιχεί σε 0,7 φιάλης αλκοολούχου ποτού, σε 2,1 φιάλες κρασιού ή 3,9 λίτρα μπίρας ανά εβδομάδα.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό υπερβολικής περιστασιακής κατανάλωσης αλκοόλ (binge drinking) ανέρχεται στο 23,6% (όταν ο μέσος όρος των χωρών Ο.Ο.Σ.Α είναι 30%). Αυτό σημαίνει ότι μια φορά το μήνα, ο Έλληνας καταναλώνει το 25% της φιάλης ενός αλκοολούχου ποτού ή το 80% της φιάλης κρασιού ή 1,5 λίτρα μπίρας. Οι άνδρες φαίνεται πως καταναλώνουν σχεδόν 4 φορές περισσότερο αλκοόλ σε σχέση με τις γυναίκες (16,2 λίτρα καθαρού αλκοόλ για τον μέσο Έλληνα έναντι 4,5 λίτρα για τη μέση Ελληνίδα ανά χρόνο), με τις γυναίκες υψηλού μορφωτικού επιπέδου , να είναι 64% πιο πιθανό να καταναλώσουν περιστασιακά μεγάλη ποσότητα αλκοόλ. Όσον αφορά τους εφήβους (15 ετών), το 17% των κοριτσιών και το 22% των αγοριών στην Ελλάδα έχουν μεθύσει τουλάχιστον δύο φορές στη ζωή τους.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 2018 τα μερίδια κατανάλωσης αλκοόλ από τους Έλληνες ήταν 33% για τη μπίρα, 43% για το κρασί, 23% για τα αλκοολούχα ποτά και 1% από άλλα ποτά. Συγκριτικά, οι Ευρωπαίοι φαίνεται πως καταναλώνουν περισσότερη μπίρα και λιγότερο κρασί σε σχέση με τους Έλληνες, ενώ το μερίδιο κατανάλωσης των αλκοολούχων ποτών υπολείπεται ελαφρώς του Ευρωπαϊκού.
Αυτό βεβαίως δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού, αντιθέτως αποτελεί καθήκον ατομικό αλλά και της Χώρας να συμβάλουν, ενισχύοντας την κουλτούρα της υπεύθυνης κατανάλωσης αλκοόλ στη χώρα.
Δείτε τη μελέτη ΕΔΩ.
Δείτε το infographic ΕΔΩ.
Δείτε pdf με τα ελληνικά στοιχεία ΕΔΩ.
Πηγή seaop.gr