Με όρους επιφάνειας, η Κίνα έρχεται δεύτερη μετά την Ισπανία. Το 2017 υπήρχαν 8.470.000 στρέμματα αμπελιού. Παρολ’αυτά ενώ το 90 τοις εκατό του γαλλικού αμπελώνα καλλιεργεί οινοποιήσιμα σταφύλια, στη Κίνα η παραγωγή επιτραπέζιου σταφυλιού μετράει ένα παρόμοιο ποσοστό.
Η εγχώρια παραγωγή έπεσε για πέντε έτη στη σειρά μέχρι το 2017. Εκείνη τη χρονιά ένα δισεκατομμύριο λίτρα παρήχθησαν, με μικρή πτώση σε σχέση με το 2016, με 1.13 δισεκατομμύρια. Εν αντιθέσει, οι πωλήσεις του 2018 και η κατανάλωση εισαγόμενου κρασιού συνέχισαν να αυξάνονται. Περίπου 2.7 δισεκατομμύρια σε αξία κρασιού εισήχθησαν το 2017, ενώ το 2021 προβλέπεται ότι η Κίνα θα αποτελεί την δεύτερη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά (μετά τις ΗΠΑ) ήρεμου και αφρώδους κρασιού.
Το ερυθρό κρασί είναι περισσότερο διαδεδομένο ανάμεσα στους νεότερους (25-36 χρονών). Οι καταναλωτές είναι όλο και πιο πολύ ενημερωμένοι όσον αφορά τα εισαγόμενα κρασιά και στηρίζονται όλο και λιγότερο στους πωλητές για τις επιλογές τους. Ενώ παλαιότερα υπήρχε μια επικέντρωση στο Bordeaux και τη Βουργουνδία της Γαλλίας, σήμερα οι καταναλωτές επικεντρώνονται και σε άλλες οινοπαραγωγές περιοχές.
Τα οινοποιεία καλούνται να βελτιώσουν την ποιότητά τους και να κερδίσουν βραβεία σε διαγωνισμούς με σκοπό να αναγνωριστούν τα κρασιά τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάποια επιτυχημένα οινοποιεία συμπεριλαμβάνουν τα Grace Vineyard από την περιοχή Σάνζι, και Kanaan Winery από τη Νινγκσιά.
Λίγα λόγια για την ιστορία του κρασιού στη Κίνα
Οι ενδογενείς ποικιλίες της Κίνας καλλιεργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή κρασιού για πάνω από 1500 χρόνια. Αλλά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το κρασί δεν είχε κερδίσει την δέουσα προσοχή. Στα 1880, πάνω από 100 είδη αμπέλου Vitis Vinifera εισήχθησαν από την Ευρώπη, με τον ίδιο τρόπο που είχε συμβεί από τον James Busby 50 χρόνια νωρίτερα στην Αυστραλία. Το οινοποιείο Changyu εγκαταστάθηκε στην Σαντόνγκ αμέσως μετά από αυτό το γεγονός το 1892 και σήμερα έχει καταφέρει να κατέχει μια σημαντική θέση στον οινικό κινέζικο κόσμο.
Με τη γέννηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949, το κομμουνιστικό κόμμα ασχολήθηκε πολύ με την βιομηχανία κρασιού της χώρας, διεύρυνε οινοποιεία και για οικονομικούς λόγους εισήγαγε μεθόδους μίξης του οινοποιήσιμου σταφυλιού με άλλα φρούτα, ακόμα και με ζυμωμένα υγρά με βάση δημητριακών.
Με τη νέα χιλιετία, κλασικές Ευρωπαϊκές ποικιλίες όπως το Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc και το Merlot (οι βασικές ποικιλίες του Bordeaux) εισήχθησαν από ξένους επενδυτές μαζί με δυτικές μεθόδους οινοποίησης. Σήμερα, πολλές διεθνείς εταιρείες κρασιού έχουν συμφέροντα στη Κίνα, όπως οι Pernod Ricard, Torres και οι οίκοι του Bordeaux, Lurton (Cheval Blanc) και Barons de Rothschild (Lafite).
Επίσης, η επένδυση στην οινική βιομηχανία την τελευταία δεκαετία ξεπέρασε κατά πολύ τις παγκόσμιες επιχορηγήσεις και πολλά εκατομμύρια χρησιμοποιήθηκαν τη τελευταία δεκαετία για την εγκαθίδρυση του οινοτουρισμού. Παρολαυτά η ανάπτυξη αυτή δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς διενέξεις, με τις απομιμήσεις κρασιού να αποτελούν μεγάλο ζήτημα.
Με στοιχεία από wine-searcher.com