Οινοποιοί από τη Βουργουνδία, την Αυστρία, την Πορτογαλία και την Καλιφόρνια προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα σε πρόσφατη διαδικτυακή εκδήλωση για το κλίμα, που διοργάνωσε το Porto Protocol Foundation
Το Porto Protocol Foundation είναι μία μη κερδοσκοπική οργάνωση που έχει θέσει ως στόχο της την άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Η εν λόγω συζήτηση, η οποία έχει ως κεντρικό θέμα το αποτύπωμα άνθρακα της βιώσιμης, βιολογικής και βιοδυναμικής αμπελουργίας, συντονίστηκε από τον David Guimaraens, επικεφαλής οινοποιό και τεχνικό διευθυντή του οινοποιείου Taylor’s Port, ενώ στο πάνελ συμμετείχαν:
- Η Diana Snowden Seysses του Domaine Dujac στη Βουργουνδία και του Snowden Vineyards στην Καλιφόρνια.
- Ο Fred Loimer, οινοποιός από την Αυστρία κα ιδρυτικό μέλος του οργανισμού πιστοποίησης Respekt.
- και ο Stan Zervas, αντιπρόεδρος αμπελουργίας της Silverado Farming Company στην κοιλάδα της Napa.
Τα πλεονεκτήματα των βιώσιμων πρακτικών
Όλοι οι οινοποιοί του πάνελ εφαρμόζουν μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον και κατά τη διάρκεια της συζήτησης προέβαλαν τα πλεονεκτήματα της βιολογικής και της βιοδυναμικής καλλιέργειας, όπως επίσης και των βιώσιμων πρακτικών εν γένει.
«Αυτή τη στιγμή καλλιεργούμε 35 διαφορετικούς αμπελώνες με πρακτικές που προάγουν την αειφορία. Προσωπικά κλείνω προς τη βιολογική καλλιέργεια. Κρίνω πώς το όφελος της μετάβασης από τη συμβατική στη βιολογική καλλιέργεια είναι σημαντικό», ανέφερε κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο Stan Zervas.
Η Diana Snowden Seysses κατέθεσε την άποψη της έχοντας εφαρμόσει βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές σε αμπελουργικές περιοχές και του Νέου και του Παλιού Κόσμου. «Ξεκίνησα να δουλεύω με την οικογένεια του συζύγου μου (στο Domaine Dujac της Βουργουνδίας) το 2003. Στο οικογενειακό αυτό Κτήμα δούλευαν ήδη από εκείνο τον καιρό βιοδυναμικά. Η μεγαλύτερη αλλαγή αγορά τη μη χρήση ζιζανιοκτόνων. Η δομή του εδάφους βελτιώνεται, υπάρχει περισσότερη υγρασία και περισσότερα οργανικά συστατικά. Υπάρχει μεγαλύτερη ζωντάνια», αναφέρει η κ. Snowden Seysses
Παρατηρώντας αυτές τις αλλαγές αποφάσισε να εντάξει τους αμπελώνες της δικής της οικογένειας στη Napa στη βιολογική καλλιέργεια. «Το πρώτο βήμα είναι να αποκτήσουμε ένα υγιές οικοσύστημα στο έδαφος. Η βιοδυναμική καλλιέργεια απαιτούσε μεγαλύτερο κόστος και παρόλο που “αγαπώ” αυτές τις πρακτικές, η οικογένειά μου δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά στην εφαρμογή τους».
Ο Fred Loimer ξεκίνησε να εφαρμόζει τη βιοδυναμική καλλιέργεια στο Κτήμα της οικογένειας του την περιοχή Kamptal της Αυστρίας το 2006. Ο Αυστριακός οινοποιός επίσης επεσήμανε τους πρόσθετους πόρους που απαιτούνται για τη βιοδυναμική.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση κατά την μετάβαση ήταν οι αυξημένες ανάγκες σε ενέργεια. Χρειάζεσαι περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό, χρησιμοποιήσεις περισσότερα μηχανήματα, πρέπει να ψεκάσεις. Η αντίδραση των αμπελώνων είναι σχετικά άμεση, αλλά όχι πάντα θετική. Κάποιοι αμπελώνες γίνονται όλο και πιο “φτωχοί”», ανέφερε ο κ. Loimer.
Το «κλειδί» για τον Loimer ήταν να ανακαλύψει τη «ζωή του εδάφους» και τον φυσικό ρυθμό των αμπελώνων του. «Υπάρχει μεγαλύτερη ισορροπία στους αμπελώνες σου, έτσι δεν εμφανίζουν την “υστερική” ανάπτυξη που παρατηρείται στους συμβατικούς αμπελώνες. Παρατηρείς μία ωραία μετάβαση από τη μία εποχή του χρόνου στην επόμενη, όπως και μια σημαντική αλλαγή στα σταφύλια που παράγεις. Η όψη και η γεύση τους είναι διαφορετική».
Μετρώντας το αποτύπωμα άνθρακα
Οι αυξημένες ανάγκες σε εργασία που συνεπάγεται η μετάβαση στη βιολογική ή τη βιοδυναμική καλλιέργεια μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες στο αποτύπωμα άνθρακα των αμπελώνων.
«Κάποιοι υποστηρίζουν ότι για να διαχειριστείς βιολογικά τους αμπελώνες πρέπει να αυξήσεις σημαντικά τη χρήση του τρακτέρ για τους ψεκασμούς και τη διαχείριση των ζιζανίων, αυξάνοντας το αποτύπωμα άνθρακα λόγω της μεγαλύτερης χρήσης καυσίμων», εξήγησε ο συντονιστής του πάνελ, κ. Guimaraens.
Το ερώτημα είναι αν υπάρχει τρόπος να αντισταθμιστεί αυτή η αρνητική επίπτωση. Σύμφωνα με την κ. Snowden Seysses υπάρχει, αν πραγματοποιείς παράλληλα διαφορετικές εργασίες, ωστόσο η ίδια αμφισβήτησε το ότι υπάρχει πραγματικά ένας αξιόπιστος τρόπος μέτρησης του αποτυπώματος για όλες τις διαφορετικές καλλιεργητικές μεθόδους. «Αυτοί οι υπολογισμοί λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι έδαφος, που το έχουμε σκοτώσει, παύει να απορροφά διοξείδιο του άνθρακά από το περιβάλλον;».
Από την μεριά του ο Stan Zervas σημείωσε: «Έχουμε προσπαθήσει να υπολογίσουμε τις εκπομπές άνθρακα σε ορισμένους από τους αμπελώνες μας και έχει πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς την ποσότητα άνθρακα που δεσμεύεται στην οργανική ύλη. Οπότε, ναι, μπορεί να χρησιμοποιούμε περισσότερο το τρακτέρ, αλλά αυξάνοντας την οργανική ύλη στο έδαφος κατά μισό ή ένα τοις εκατό, καταλήγουμε τελικά να δεσμεύουμε πολύ περισσότερο άνθρακα απ’ όσο εκπέμπουμε».
Το οξείδιο του αζώτου που απελευθερώνεται από τα χημικά λιπάσματα είναι ένας ακόμη παράγοντας, που επισημάνθηκε. «Το οξείδιο του αζώτου είναι 294 φορές πιο επιβλαβές από το διοξείδιο του άνθρακα. Η απουσία χημικών λιπασμάτων στη βιοδυναμική και βιολογική αμπελουργία μειώνει σημαντικά το αποτύπωμα άνθρακα», ανέφερε ο κ. Guimaraens.
Η χρήση φυσικών πόρων
Στην αξιολόγηση του αποτυπώματος άνθρακα ενός οινοποιείου λαμβάνεται υπόψη και η χρήση πόρων, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας και του νερού. «Η βιοδυναμική καλλιέργεια είναι ένα ολιστικό σύστημα και η παραγωγή όλων των απαραίτητων πόρων είναι μία από τις βασικές αξίες του», ανάφερε ο κ. Loimer. «Κάνουμε κομποστοποίηση με τα δικά μας υλικά, παίρνουμε κοπριά από αγελάδες και άλογα και προσπαθούμε να δουλέψουμε με τους πόρους που έχουμε», ανέφερε ο ίδιος.
Η κ. Snowden Seysses επεσήμανε ότι πρακτικά, η οικονομία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν λειτουργεί πάντα για όλα τα οινοποιεία. Σχετικά ανέφερε: «Επτά χιλιόμετρα από το Domaine Dujac (στη Βουργουνδία) υπάρχει μια εγκατάσταση που μετατρέπει το ξύλο σε ηλεκτρισμό ή υδρογόνο. Ωστόσο, θα μας κόστιζε τέσσερις φορές ακριβότερα να παράγουμε ενέργεια από το δικό μας ξύλο, συγκριτικά με το αέριο».
Η χρήση του νερού είναι επίσης ένα φλέγον ζήτημα. «Τα αρδευόμενα αμπέλια έχουν υψηλό αποτύπωμα άνθρακα, λόγω της ενέργειας που απαιτείται για την άντληση νερού, αλλά και λόγω της μεγαλύτερης απελευθέρωσης οξειδίου του αζώτου», επεσήμανε ο επικεφαλής του πάνελ.
Πρέπει η άρδευση να είναι αποδεκτή πρακτική στη βιώσιμη, βιολογική και βιοδυναμική γεωργία;
«Η άρδευση δεν είναι βιώσιμο και δεν έχει καμία σχέση με το ολιστικό βιοδυναμικό σύστημα, καθώς το νερό αντλείται από αλλού. Οπότε δεν μιλάμε για έναν πότο του αγροκτήματος», ξεκαθάρισε ο κ. Loimer και συμπλήρωσε: «Ωστόσο, κάποιες φορές η άρδευση είναι πραγματικά η τελευταία λύση. Κάποιοι από τους αμπελώνες μας βρίσκονται σε σημεία όπου 30-40 εκατοστά εδάφους απλώνονται πάνω σε βράχο. Τυχαίνει σε ένα τέτοιο σημείο να καλλιεργούμε την ποικιλία Grüner Veltliner, η οποία χρειάζεται τροφή και νερό. Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να συμβιβαστούμε και να προχωρήσουμε σε άρδευση».
Πρακτικά, η μετατροπή ενός αρδευόμενου αμπελώνα σε ξηρή καλλιέργεια θα ήταν χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία, που περιλαμβάνει δοκιμές ποικιλιών, τοποθεσίας κ.λπ. «Η Αυστραλία εξετάζει ποικιλίες σταφυλιών της Νότιας Ευρώπης που είναι φυσικά πιο ανθεκτικές στην ξηρασία», επεσήμανε ο κ. Guimaraens. «Τα εργαλεία υπάρχουν, αλλά αυτές οι διαδικασίες απαιτούν χρόνο και χρήμα».
Στον Νέο Κόσμο, ιστορικά υπήρχε η τάση να επιλέγονται ποικιλίες βάση του επιθυμητού στυλ κρασιού. Αυτές οι ποικιλίες δεν ταίριαζαν απαραίτητα στις τοποθεσίες, όπου φυτεύονταν. Για τον κ. Guimaraens η επιλογή των κατάλληλων ποικιλιών για το κάθε terroir είναι η προσέγγιση που θα μειώσει σημαντικά την ανάγκη άρδευσης των αμπελώνων.
«Δυστυχώς, πολλές φορές η επιλογή της ποικιλίας καθορίζεται από ζήτηση της αγοράς», δήλωσε ο Stan Zervas, συμπληρώνοντας ότι υπάρχει ενδιαφέρον για τη μη αρδευόμενη καλλιέργεια στην Καλιφόρνια. Αυτό το ενδιαφέρον, βέβαια, το γεννά η ανάγκη καθώς οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα και γνωρίζουν ότι στο μέλλον θα είναι πιο έντονη η έλλειψη νερού. Όσον αφορά τις καλλιεργητικές πρακτικές που ακολουθούν για να αναπτύξουν καλά αμπέλια με λιγότερο νερό, ο κ. Zervas τόνισε ότι οι παραγωγοί καταφεύγουν στις τεχνικές των παππούδων τους και δεν εξελίσσουν κάτι νέο».
Υπάρχει ανάγκη για ένα διεθνές πρότυπο για τη βιωσιμότητα;
Με τόσες πολλές και διαφορετικές πρακτικές οινοποίησης, ακόμα και ανάμεσα στους οινοποιούς που ακολουθούν μία οικολογική προσέγγιση, πώς μπορούν οι καταναλωτές να είναι σίγουροι για τις ετικέτες, που αγοράζουν.
«Τα βιολογικά και βιοδυναμικά πρότυπα είναι πολύ πιο συγκεκριμένα, αλλά όσον αφορά τη βιώσιμη αμπελουργία, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν κανόνες που να καθοδηγούν τους παραγωγούς διεθνώς. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα παγκόσμιο πρότυπο για τη βιώσιμη αμπελουργία; », αναρωτιέται ο Guimaraens.
«Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πέντε διαφορετικοί οργανισμοί που μπορούν να πιστοποιήσουν ότι λειτουργούμε βιώσιμα», σημείωσε ο Stan Zervas και συνέχισε: «Όλα τα συστήματα πιστοποίησης είναι παρόμοια. Ποιο θα πρέπει να επιλέξουμε; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, αλλά θεωρώ ότι εφόσον χρησιμοποιούμε τον όρο “βιώσιμος” ως εργαλείο marketing και πωλήσεων θα πρέπει να υπάρχει ένα κοινό διεθνές πρότυπο. Έχω κάποιες αμφιβολίες για το αν θα το επιτύχουμε κάποια στιγμή, αλλά υποθέτω ότι είναι εφικτό».
Ο Fred Loimer συμφώνησε. «Ειδικά για τους καταναλωτές, ναι, χρειάζεται η πιστοποίηση. Υπάρχουν πάρα πολλοί οινοποιοί που λένε ότι είναι σχεδόν βιολογικοί ή πάρα πολύ βιοδυναμικοί, αλλά δεν ενδιαφέρονται να πιστοποιηθούν καθώς αυτή η διαδικασία είναι αρκετά γραφειοκρατική. Και όντως είναι, αλλά είναι και απαραίτητη ώστε ο καταναλωτής να νιώθει σίγουρος για την αγορά».
«Αυτή τη στιγμή η πιστοποίηση είναι όντως σημαντική. Ίσως σε 50 χρόνια από τώρα όλοι να δουλεύουν βιοδυναμικά και να μην υφίσταται πια αυτή η ανάγκη!».
Πηγή: Decanter