Η μάρκα Bloom ιδρύθηκε από τον Rodolphe Frèrejean-Taittinger, μέλος της οικογένειας Taittinger Champagne, και τη σύζυγό του Maggie Frèrejean-Taittinger. Η ιδέα της δημιουργίας ενός μη αλκοολούχου ημιαφρώδους οίνου που θα είχε γεύση όπως η ωριμασμένη σαμπάνια γεννήθηκε το 2019, όταν η Maggie ήταν έγκυος και “ένιωθε αμήχανη ως προς το τι να πιει στα δείπνα των πελατών σε εστιατόρια με αστέρια Michelin”.
Αναλυτικότερα, το σχέδιο δεν έλαβε υποστήριξη από την οικογένεια Taittinger, αλλά από εταιρείες όπως η Petrus, η Cointreau και η Rémy Martin. Το κονιάκ έδωσε επίσης την έμπνευση για το κατάλληλο κρασί βάσης, όπως εξηγεί ο Rodolphe: “Η τεχνογνωσία της οικογένειάς μας στην παραγωγή κονιάκ μας βοήθησε εδώ. Γνωρίζαμε ότι έπρεπε να φτιάξουμε ένα κρασί βάσης που να ταιριάζει απόλυτα στην αποαλκοολοποίηση. Καθώς θα χάναμε το 60% των αρωμάτων κατά τη διαδικασία αποαλκοολοποίησης, έπρεπε να υπερτονίσουμε όλα τα χαρακτηριστικά του. Ακόμα και το κρασί βάσης ενός κονιάκ που παρασκευάζεται από σταφύλια Ugni Blanc είναι ακατάλληλο να καταναλωθεί πριν από την απόσταξη”.
Παράλληλα, τα σταφύλια Chardonnay βιολογικής καλλιέργειας από ορεινούς αμπελώνες στο Languedoc συγκομίστηκαν δύο εβδομάδες πριν από τη συνήθη ημερομηνία συγκομιδής για να εξασφαλιστεί υψηλή οξύτητα. Το κρασί ωρίμασε για έξι μήνες σε νέα γαλλικά βαρέλια. Μετά από πρόσθετη οξίνιση του κρασιού, η αλκοόλη απομακρύνθηκε σε τρία στάδια με απόσταξη υπό κενό σε χαμηλή θερμοκρασία. Όπως εξηγεί η Maggie Frèrejean-Taittinger, χωρίς αλκοόλη, το κρασί δεν είναι αρκετά σταθερό για μεγαλύτερη αποθήκευση, αλλά εξακολουθεί να έχει την πολύπλοκη γεύση μιας ώριμης vintage σαμπάνιας.
Τέλος, κάθε φιάλη παραδίδεται σε ξύλινο κιβώτιο, ενώ μετά τη λήξη του αποκλειστικού συμβολαίου διάρκειας ενός μήνα με το Harrod’s, το Bloom La Cuvée 2022 θα είναι διαθέσιμο και σε άλλες χώρες, με την φετινή να παραγωγή να αγγίζει τις 17.000 φιάλες.
( Πηγή: harpers)