Connect with us

Αναζήτηση

REPORTS

Ρητινωμένο οίνο παροτρύνει ο Στέλιος Κεχρής, οραματιστής του είδους

Ο Στέλιος Κεχρής της ομώνυμης οινοποιίας, ένας άνθρωπος που έχει εντρυφήσει επί μακρόν στον εγχώριο αμπελοοινικό κλάδο και από θέσεις ευθύνης, αποτελεί ζωντανή έκφραση της ιστορικής διαδρομής που ακολούθησε ο ρητινωμένος οίνος

Συνέντευξη: Λεωνίδας Λιάμης
Φωτογραφίες: Βασίλης Βερβερίδης

«H ρετσίνα έπεσε θύμα της επιτυχίας της», αποφαίνεται ο άνθρωπος που έχει συμβάλει όσο κανείς άλλος να ξεπλυθεί η… ρετσινιά πάνω από τη ρετσίνα. Ο Στέλιος Κεχρής της ομώνυμης οινοποιίας, ένας άνθρωπος που έχει εντρυφήσει επί μακρόν στον εγχώριο αμπελοοινικό κλάδο και από θέσεις ευθύνης, αποτελεί ζωντανή έκφραση της ιστορικής διαδρομής που ακολούθησε ο ρητινωμένος οίνος. Έζησε την ακμή της, πόνεσε με την παρακμή της και με δονκιχωτικό πάθος, όταν όλοι οι άλλοι θεωρούσαν τη ρετσίνα βαρίδι για τον κλάδο, άνοιξε διάπλατα το δρόμο για τη δεύτερη νιότη της προτρέποντας σήμερα τους Έλληνες οινοποιούς να φτιάξουν τη δική τους ρετσίνα.

Πώς ξεκινά η οινοποιητική ιστορία της οικογένειας Κεχρή;

Ο παππούς μου, ο Βαγγέλης Κεχρής, ήταν μετανάστης για περίπου 7-8 χρόνια στην Αμερική. Απέκτησε κάποια χρήματα κατά την παρουσία του εκεί, άνοιξε το μυαλό του, είδε ότι αναπτύσσεται το κρασί και σκέφτηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, στο χωριό του στην Εύβοια, να στήσει μια δική του επιχείρηση. Ήταν το 1911. Έφερε μαζί του μπουκάλια και βάζα για να φτιάξει μια βιοτεχνία εμφιάλωσης οίνου, αλλά δεν κατάφερε να υλοποιήσει το σχέδιό του. Χρόνια αργότερα σε ένα άλλο εγχείρημα, ο πατέρας μου, Δημήτρης Κεχρής, είχε καλύτερη τύχη.

Τί εννοείτε, τί ακολουθεί;

Το 1939 ο πατέρας μου έρχεται στη Θεσσαλονίκη και ανοίγει την ταβέρνα «Ο Κόκορας» στην περιοχή της Καλλιθέας, ενώ στη συνέχεια έφερε και τα αδέλφια του, τον Τηλέμαχο, τον Χρήστο και τον Θανάση. Ο ίδιος, βέβαια, επέστρεψε στο χωριό για λίγα χρόνια και επανήλθε μετά τη δεκαετία του 1950. Ο Κόκορας ήταν μια από τις κλασσικές ταβέρνες της εποχής με βαρέλια. Η οικογένεια έφερνε μούστους από τη νότιο Ελλάδα γιατί δεν υπήρχε τότε σε επαρκή ποσότητα στη Βόρεια Ελλάδα και γιατί ήθελε να κρατήσει μια επαφή με τον τόπο καταγωγής της.

Και το αγώγι ξύπνησε τον αγωγιάτη;

Ναι, κουβαλούσαν τότε με τα καΐκια της εποχής σε βαρέλια μούστο από την Κάρυστο, το Αλιβέρι, τη Σαντορίνη, τον ζύμωναν στην ταβέρνα. Τον έβαζαν σε βαρέλια στις ταβέρνες, το σφράγιζαν και στις 26 Οκτωβρίου ήταν το ετήσιο ραντεβού, για το άνοιγμα της νέας χρονιάς. Πως είναι το Beaujolais Nouveau, που έγινε αργότερα, την 3η Πέμπτη του Νοεμβρίου. Στην Ελλάδα αυτό το φρέσκο κρασί το δοκιμάζαμε πιο νωρίς. Το είχαμε καθιερώσει 26 Οκτωβρίου. Έλεγαν θα χτυπήσω κάνουλα. Τί σήμαινε αυτό; Το βαρέλι ήταν ταπωμένο με φελλό. Είχε μια τρύπα κάτω. Εκεί έβαζαν τη ξύλινη κάνουλα και με ένα σφυρί της έδιναν μια, έμπαινε ο φελλός μέσα κι έβγαζαν το κρασί. Αυτό ήταν το «γιωματάρι». Ένα κρασί μια ρετσίνα, που μοσχοβολούσε γιατί έβαζαν και ρετσίνι. Έφτιαχναν και κάποια γλυκά κρασιά. Η δραστηριότητα αυτή άρχισε να ανθίζει και τα τέσσερα αδέλφια έστησαν την «Αφοί Ευάγγελου Κεχρή ΟΕ» κι άρχισαν να βάζουν βαρέλια και σε άλλες ταβέρνες της πόλης.

Ποιο ήταν το «μυστικό» που οδήγησε σε αυτή την άνθιση;

Καταρχάς ήταν πολύ καλές πρώτες ύλες από τις περιοχές προέλευσης. Δηλαδή τη Σαντορίνη με το Ασύρτικο και λίγα Αθήρια, την Κάρυστο με το Σαββατιανό και ούτω καθ’ εξής. Επίσης, επειδή το καΐκι έκανε 6-7 ημέρες να έρθει στη Θεσσαλονίκη, η ζύμωση άρχιζε να γίνεται εν πλω και καθώς τα βράδια η θερμοκρασία έπεφτε, τα κρασιά που προκύπταν ήταν αρωματικά και φρουτώδη. Αυτό ήταν ένα μυστικό, το οποίο όμως ούτε το γνωρίζανε, ούτε μπορούσαν να το εξηγήσουν, διότι ότι ο έλεγχος της θερμοκρασίας εκείνη την εποχή δεν ήταν δεδομένος. Δεν υπήρχε η επιστήμη στο κρασί. Αντιληφθήκαμε το ρόλο της περί τα 30-40 χρόνια αργότερα και σήμερα δεν υπάρχει οινοποιείο που δεν ελέγχει τη θερμοκρασία ζύμωσης, η οποία κάτω από τους 20 βαθμούς Κελσίου δίνει ποιότητα στο παραγόμενο προϊόν.

Η δουλειά συνεχίζει να μεγαλώνει;

Μεγαλώνει και ανοίγονται νέες ευκαιρίες. Το 1954 τα τέσσερα αδέλφια ιδρύουν και την Ποτοποιία. Δημιουργούν μια μονάδα για να παράξουν ούζο, λικέρ και κονιάκ, μαζί με τα κρασιά και τη ρετσίνα, η οποία ήταν το κύριο προϊόν. Έχουμε λοιπόν την πρώτη μετεγκατάσταση που έγινε σε χώρο στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Για τα επόμενα χρόνια η κατανάλωση του κρασιού συνεχίζει να γίνεται μέσα από βαρέλια. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, όμως, τυποποιείται η ρετσίνα.

Η οικογένεια Κεχρή πρωτοστατεί και σε αυτή την εξέλιξη;

Ήμασταν οι δεύτεροι. Πρώτος ξεκίνησε ένας τυποποιητής από την Αλεξανδρούπολη, ο οποίος είχε την ιδέα και αμέσως εξαπλώθηκε σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Ποια ήταν η ιδέα; Η εμφιάλωση κρασιού μέσα σε μπουκάλια των 500 ml με μεταλλικό πώμα. Ήταν μια επανάσταση. Γιατί μέχρι τότε το κρασί στα βαρέλια δεν συντηρούνταν για πολύ χρόνο. Όταν έβγαινε το γιωματάρι, ήταν υπέροχο. Όμως όταν άρχιζε να πέφτει η στάθμη του κρασιού στο βαρέλι, γιατί δεν καταναλωνόταν γρήγορα, γινόταν το λεγόμενο Σώσμα και άρχιζε να οξειδώνεται.

Η γυάλινη φιάλη δηλαδή του εξασφάλισε καλύτερη ποιότητα…

Καταρχάς έδωσε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής στο κρασί. Ενώ μέχρι τότε τη ρετσίνα έπρεπε να την καταναλώσεις επί τόπου στην ταβέρνα ή να πάρεις μια νταμιτζάνα και να πας σπίτι σου να το πιείς. Το κρασί πλέον μπορούσε να ταξιδέψει παντού. Επιπλέον η ποιότητα του διατηρούνταν αναλλοίωτη και το βασικό απέκτησε όνομα. Ξεκίνησε να δημιουργείται η Branda, που δεν υπήρχε έως τότε. Μπορεί να ήταν ο Κεχρής γνωστός, ότι έκανε πολύ καλή ρετσίνα, αλλά δεν έπαυε να είναι μια χύμα ρετσίνα στο βαρέλι. Τώρα όμως έμπαινε μια ετικέτα πάνω, στην οποία έγραφε «Κεχρή», ρετσίνα Κόκορα, Νέκταρ ρετσίνα κλπ. Στη Θεσσαλονίκη τότε 80 ποτοποιίες που υπήρχαν έγιναν εμφιαλωτές ρετσίνας. Έπαιρναν έτοιμο κρασί από την Αττική, τη Ρόδο, συνεταιρισμούς και έβαζαν την ετικέτα τους πάνω. Και άρχισαν να πουλάνε και αυτοί. Επίσης άρχισε η εξαγωγή της ρετσίνας. Που να εξάγεις ρετσίνα από το βαρέλι;


Αυτή η επανάσταση πόσο κράτησε;

Ξεκίνησε από το 1958-59, αλλά η μεγάλη άνθιση έγινε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Τότε όλες οι επιχειρήσεις άρχισαν να πουλάνε. Ανέβηκε κατακόρυφα η κατανάλωση. Στη Βόρεια Ελλάδα ακόμη και στο τελευταίο χωριό έπιναν ρετσίνα. Μέχρι και ο Φιξ μπήκε στο παιχνίδι της ρετσίνας εκείνη την εποχή. Ήταν ένα πραγματικό μπουμ. Μπήκαν μεγάλες επιχειρήσεις, αναπτύχθηκε και ο Μαλαματίνας, που ήρθε από την Αλεξανδρούπολη γιατί κατάλαβε τη σημασία που είχε η φιάλη. Τότε υπήρχε αστυφιλία και ο κόσμος είχε ανάγκη να καταναλώνει. Η ζήτηση ήταν πιο μεγάλη από την προσφορά.

Πότε και τί μεσολάβησε ώστε να αρχίσει να χάνει έδαφος το προϊόν

Είμαστε στην προ μάρκετινγκ εποχή. Αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο δεν είχες ανάγκη να έχεις πολύ καλή ρετσίνα. Αρκεί να είχες ρετσίνα. Έφευγε. Η άνθισή της, όμως, που ήρθε ως θείο δώρο, σιγά σιγά αποδείχθηκε το πρόβλημα της ρετσίνας. Γιατί όταν έρχεται μια μεγάλη επιτυχία πρέπει να είσαι έτοιμος και να την υποδεχθείς. Δεν είχαμε τις υποδομές, ως κλάδος. Η ζήτηση οδήγησε τη ρετσίνα από το βαρέλι στη δεξαμενή και από τη μικρή δεξαμενή σε ακόμη μεγαλύτερη. Οι ανάγκες μεγάλωναν. Παράλληλα τα αμπέλια άρχισαν από τους λόφους να κατεβαίνουν στους κάμπους και να ποτίζονται προκειμένου να βγάλουν μεγάλη παραγωγή. Η ρετσίνα, λοιπόν, άρχισε να χάνει ποιοτικά. Η επιτυχία της έφερε και την υποβάθμιση της ποιότητας.

Ευχή και κατάρα μαζί…

Ακριβώς, γιατί δεν προσαρμόστηκε η παραγωγή από την οινοποιία στο σύνολό της για να έχει ειδικούς χώρους να ζυμώνεται. Δεν ήξερε κιόλας. Πηγαίναμε κάπου στα τυφλά. Η τεχνολογία δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη για να πεις ξέρω τί πρέπει να κάνω για να παράξω καλό κρασί. Αυτό το ανακαλύψαμε μετά τη δεκαετία του 1970, όταν στη Γαλλία, στη Γερμανία αργότερα, αλλά και στην Ελλάδα άρχισαν πειράματα και μελέτες με την αείμνηστη Σταυρούλα Κουράκου να πρωτοστατεί για το πώς θα παράξουμε ποιοτικά κρασιά.

Εκεί είναι που το όνομα ρετσίνα αρχίζει και αποκτά αρνητικό φορτίο;

Όντως, είναι το κομβικό σημείο από το οποίο αρχίζει και αποκτά αρνητική χροιά. Από τα γιωματάρια που σε πλημμύριζαν γεύσεις και αρώματα, η ρετσίνα άρχισε να έχει βαριά αρώματα γιατί ζυμωνόταν με τις οινολάσπες. Η μεταποίηση του σταφυλιού πλέον δεν γινόταν με τα πόδια ή με ελαφρά μηχανήματα, αλλά με βαρύ εξοπλισμό που παρήγε ισχυρές πιέσεις. Άρα είχαμε έναν μούστο επιβαρυμένο σε οινολάσπη. Έμενε μέσα να ζυμωθεί και αύξανε ακόμη περισσότερο τη θερμοκρασία κι έφτανε στους 35-37 βαθμούς. Καμιά φορά σταματούσε και η ζύμωση από αυτό το λόγο.

Πόσο καιρό διήρκησε η περίοδος της παρακμής;

Μιλάμε για περίπου δύο δεκαετίες. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970 αρχές δεκαετίες του 1980, αρχίζουν πια να έρχονται επιστήμονες από το εξωτερικό. Εγώ ανήκω στην πρώτη φουρνιά των σπουδαγμένων οινολόγων.

Που σπουδάσατε;

Στη Dijon, στη Βουργουνδία. Είναι η περιοχή με τα καλύτερα λευκά κρασιά του κόσμου. Εκεί κατάλαβα μερικά πράγματα. Είδα καταρχάς ότι οι Γάλλοι δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στα παραδοσιακά τους κρασιά. Και όχι μόνο τα αναδεικνύουν και τα υποστηρίζουν και σε επίπεδο μάρκετινγκ, αλλά και το κράτος τους δίνει μεγάλη σημασία να αναπτυχθούν

Σε βαθμό σωβινισμού;

Ασφαλώς όπως το λες, σωβινισμού. Έτσι κατόρθωσαν να έχουν και στα τρόφιμα και σε άλλα παραδοσιακά προϊόντα πολύ καλές ποιότητες, τα οποία υποστηρίζουν και κυριαρχούν μέχρι σήμερα στις αγορές. Αυτό το οποίο, λοιπόν, αντιλήφθηκα τότε ήταν στην περίπτωση της ρετσίνας δεν ήταν το πρόβλημα η ίδια η ρετσίνα, αλλά η μεταχείρισή της. Κατέληξα ότι η ρετσίνα είναι ένα άψογο προϊόν αρκεί να έχουμε καλή πρώτη ύλη, καλές συνθήκες ζύμωσης, μοντέρνες, να μπει η τεχνολογία μέσα και το κρασί να συντηρηθεί καλά, χωρίς πολλές παρεμβάσεις.

Στην Ελλάδα πότε επιστρέφετε;

Εγώ ξεκινώ ουσιαστικά στο τέλος της δεκαετίας του 1970, με την πατρική εταιρεία όπου ήμουν ο υπεύθυνος παραγωγής. Από τις αρχές της δεκαετίας, ωστόσο, έχει γίνει και δεύτερη μετεγκατάσταση της ποτοποιίας στο Καλοχώρι, δύο χιλιόμετρα από το σημείο όπου είμαστε σήμερα. Διότι η αμπελουργία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και στη Βόρεια Ελλάδα, οπότε υπήρχε αρκετή πρώτη ύλη και έτσι η οικογένεια έφτιαξε και οινοποιείο και πήγαμε σε μια κάθετη οργάνωση. Την εποχή εκείνη η εταιρεία έφτασε να διαχειρίζεται 1,5 εκατ. κιλά σταφύλια.

Με δεδομένο ότι η ρετσίνα έχει πλέον τη ρετσινιά της, οι επιρροές από τη Γαλλία τί ρόλο έπαιξαν στις επιλογές σας;

Να σημειώσω εδώ ότι από 80 ποτοποιίες που είχαμε στη Θεσσαλονίκη στην εποχή της ακμής, πλέον έχουν μείνει δέκα, γιατί εν τω μεταξύ ήρθε και ο Κουρτάκης από την Αθήνα, έφερε το τυποποιημένο του προϊόν, είχε καλή οργάνωση αγοράς, δίκτυο μεγάλο, διαφήμιση και τα συναφή και καθιερώθηκε. Άρα για πάρα πολλές εταιρείες μεταξύ αυτών και για τη δική μας, επρόκειτο πλέον για θέμα επιβίωσης. Και έπρεπε ως νέος οινολόγος να αποφασίσω αν θα δώσω μια μάχη για τη ρετσίνα ή θα την κάνω και εγώ σιγά σιγά. Είχαν αρχίσει να βγαίνουν και τα Κτήματα τότε, ο Χατζημιχάλης, αργότερα ο Γεροβασιλείου και άλλοι. Να πω δηλαδή γιατί να μπλέξω με μια ιστορία, παγιωμένη που και στην αγορά είναι πολύ βαριά και όλοι λένε ότι η ρετσίνα δεν είναι καλό προϊόν και πρέπει να το εγκαταλείψουμε ως χώρα;.

Είχε δηλαδή παραδείγματα που θα μπορούσαν να σας επηρεάσουν και να εγκαταλείψετε την ιστορία της ρετσίνας…

Εγώ όμως πίστευα εκείνη την εποχή ακράδαντα, όπως φυσικά και τώρα, ότι η ρετσίνα δεν ήταν το πρόβλημα. Και αποφάσισα ότι άξιζε τον κόπο για την εταιρεία μας, μια και ήταν το πεπρωμένο μας. Ασχολούμασταν ήδη πάρα πολλά χρόνια με τη ρετσίνα. Και επειδή μέχρι εκείνη την εποχή έλεγα, ναι ρε παιδί μου, μπορώ να τα αλλάξω, όταν πάρω τη διοίκηση της εταιρείας, είπα τώρα που είναι η σειρά μου δεν θα κάνω πίσω. Βέβαια δεν τελείωσε η υπόθεση για εμένα εκεί, δεδομένου ότι είχα να αντιμετωπίσω την καχυποψία και μια δυσαρέσκεια του κλάδου, ο οποίος ήθελε να απαλλαγεί από τη ρετσίνα.

Θεωρούσαν οι συνάδελφοί σας πως η ρετσίνα ήταν βαρίδι;

Δεν είχαν άδικο, όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση. Αλλά όπως σας είπα δεν έφταιγε η ρετσίνα αυτή καθ’ αυτή ως προϊόν και θα έπρεπε να δούμε τί μπορούμε να κάνουμε για να τη βελτιώσουμε. Εν τω μεταξύ ήρθε και η κατοχύρωση της ως ελληνικό προϊόν. Έχεις ένα προϊόν που δεν το έχει κανένας άλλος. Σήμερα στην παγκόσμια αγορά δεν αρκεί να έχεις μόνο ποιότητα. Πρέπει να είσαι και διαφορετικός και εμείς με την ρετσίνα είχαμε ένα στοιχείο διαφοροποίησης.

 

Το πρώτο προϊόν ρετσίνας που βγάζει η οινοποιία Κεχρή όπως το έχετε φανταστεί εσείς, ποιο είναι;

Είναι το Κεχριμπάρι. Να διευκρινίσω εδώ ότι το Κεχριμπάρι υπήρχε και είπα θα το αναμορφώσω, κρατώντας το ίδιο όνομα. Άλλαξα συνθήκες παραγωγής, έβαλα ποιοτικότερη πρώτη ύλη, έβαλα μέσα την επιστήμη και την τεχνολογία, χρησιμοποιώντας τη γνώση που είχα αποκτήσει και ό,τι στη συνέχεια έμαθα και από εδώ και από την κυρία Κουράκου με τα διάφορα συμπόσια και λοιπά και φτάσαμε σε ένα επίπεδο πάρα πολύ καλό. Ακόμη όμως είχαμε μια μεγάλη δυσκολία, η οποία είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο κόσμος ήταν δύσπιστος.

Πώς το αλλάξατε αυτό;

Ήρθε μια ευτυχής συγκυρία, να βρούμε ένα όμορφο μπουκάλι και πλέον η γυναίκα του Καίσαρα δεν ήταν μόνο τίμια, αλλά φαινόταν και τίμια. Τη βάλαμε σε ένα ωραίο μπουκάλι και αμέσως η αντιμετώπιση από το καταναλωτικό κοινό άλλαξε. Γιατί το μάτι τραβούσε το προϊόν και ο καταναλωτής ήθελε να το δοκιμάσει. Κάναμε ταυτόχρονα πάρα πολλές πολιτικές προώθησης. Του βάλαμε φελλό, το χρειαζόταν.

Μέχρι τότε όλες οι ρετσίνες ήταν με μεταλλικό καπάκι;

Βεβαίως. Πρώτοι βάζουμε στη ρετσίνα των 500 ml, σε αυτή τη λαϊκή συσκευασία, φελλό αντί για το μεταλλικό καπάκι. Επίσης, είχαμε μια πολιτική αυστηρή, να είμαστε σταθεροί στις εκπτώσεις μας. Δεν υπήρχε μεταχείριση διαφορετική για κάποιους. Ήταν όλα πάνω στο τραπέζι. Τα παίξαμε όλα για όλα. Είπαμε ότι ή θα πετύχουμε με τους όρους μας ή θα αποτύχουμε και θα δούμε μετά τί θα κάνουμε. Ευτυχώς ο καταναλωτής ο οποίος είναι ο πρώτος, τελικά από τον οποίο παίρνεις αντιδράσεις, ο οποίος σε στηρίζει ή σε απορρίπτει, μας στήριξε. Όμως ενδιάμεσα είχαμε και τον επαγγελματία ο οποίος ήταν θετικός μαζί μας σε ορισμένα σημεία και αρνητικός σε άλλα. Θετικός γιατί έβλεπε ότι είχαμε μια πολύ ωραία συσκευασία, αλλά αρνητικός γιατί το μπουκάλι μας δεν ξάπλωνε στο ψυγείο και του έπιανε χώρο, ενώ ήθελε επίσης τιρμπουσόν για να το ανοίξει κανείς και όχι απλό κλειδί.

Αισθανθήκατε ποτέ Δον Κιχώτης σε αυτή την πορεία;

Πολλές φορές. Και το άκουσα και από τα παιδιά μου. Το βλέπανε.

Τί σας έλεγαν; Μπαμπά τί το παλεύεις αφού είναι χαμένη υπόθεση;

Ναι, γιατί υπήρχε και ένα κλίμα όχι πολύ θετικό στην αγορά, μεταξύ των συναδέλφων μου. Δηλαδή, χαλούσε λίγο την πιάτσα αυτή η ιστορία.

Το παιχνίδι γύρισε;

Νομίζω σε μεγάλο βαθμό το έχουμε καταφέρει. Και το επιτύχαμε γιατί εμείς ως οινοποιία κάναμε μεγάλο αγώνα, που συνεχίστηκε και από εμένα μέχρι σήμερα, αλλά και από τα παιδιά μου. Δημιουργήσαμε μια σχολή.

Αισθάνεστε ότι είστε ο αναμορφωτής της ποιοτικής ρετσίνας;

Είναι βαριά κουβέντα αυτό να το πει κανείς.

Σας το αναγνωρίζουν πάντως και οι ανταγωνιστές σας…

Πίστευα κι είπα θα το παλέψω. Ήταν για εμένα μια αποστολή, να το πω έτσι. Είναι λίγο βαριά και η λέξη, δεν θέλω να τη χρησιμοποιώ. Ωστόσο το πήρα λίγο πατριωτικά το θέμα. Γιατί κουβαλούσαμε μια ιστορία ως οικογένεια και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό το πράγμα θα κοπεί στα χέρια μου. Είχα γνωρίσει τις καλές ρετσίνες που ήταν στα βαρέλια και έλεγα δεν μπορεί. Το προϊόν είναι καλό. Αν έγινε ό,τι έγινε, είναι γιατί εμείς ακολουθήσαμε μια λάθος τακτική, εξαιτίας της επιτυχίας του ίδιου του προϊόντος. Το πρόβλημα ήταν να καταλάβουμε ποιο ήταν το πρόβλημα, γιατί αν το καταφέρεις, τότε θα βρεις και τη λύση


 

Δεν μείνατε όμως μόνο στην αναμόρφωση του Κεχριμπαριού…

Έχοντας ακολουθήσει το θείο μου, ένας από τα αδέλφια του πατέρα μου ήταν, ας πούμε, ο οινολόγος της εταιρείας. Με έπαιρνε μαζί του, μαθητής ον, και πηγαίναμε στην Κάρυστο, στη Σαντορίνη. Έχω εικόνες από τα λιμάνια και τα καΐκια που ξεφόρτωναν τα βαρέλια πάνω στην προκυμαία. Να τα γεμίσουν με θαλασσινό νερό να τα στανιάρουν, να τα αδειάσουν, να τα φορτώσουν, να τα γεμίσουν μούστο και να ξεκινήσουν. Είχα τέτοιες εικόνες.

Το στανιάρισμα είναι το φούσκωμα των βαρελιών;

Ακριβώς για να μη χάνει το βαρέλι, γιατί το καλοκαίρι που μένει άδειο φυραίνει. Εκείνη την εποχή κουβαλούσαμε Ασύρτικα από τη Σαντορίνη και ένα σωρό άλλα κρασιά. Η ιδέα να φτιάξουμε το Δάκρυ του Πεύκου ήταν ακριβώς αυτό. Να πάρουμε την καλύτερη λευκή ποικιλία της Μεσογείου, να τη βάλουμε όχι στα βαρέλια εκείνης της εποχής, που ήταν οξιά, καστανιά, αλλά σε δρύινα και να το ζυμώσουμε με τις επιταγές της σύγχρονης εποχής. Χρειάστηκαν 5-6 χρόνια πειράματα για να καταλήξουμε στην τελική συνταγή για το Δάκρυ του Πεύκου, το οποίο μόλις βγήκε και πήρε το μεγάλο χρυσό, το 2006 στο διαγωνισμό οίνου Θεσσαλονίκης, έπεσε σαν βόμβα

Τάραξε τα λιμνάζοντα νερά;

Τελείως. Και τότε άρχισε επίσημα ο δημόσιος διάλογος για τη ρετσίνα. Τί γίνεται με αυτό το προϊόν και πως γίνεται να βγει πρώτο σε έναν διαγωνισμό που είχε 900 κρασιά και μια ρετσίνα, την οποία θεωρούμε τίποτε; Κάτι γίνεται εδώ. Και άρχισε μια γόνιμη δημόσια συζήτηση, η οποία σιγά σιγά ξεκαθάρισε κάποια πράγματα. Αυτή η συζήτηση συνεχίζεται και σήμερα. Στην ουσία πήραμε ένα παραδοσιακό προϊόν και είδαμε πώς μπορούμε να καινοτομήσουμε σε αυτό. Παρότι το Κεχριμπάρι είναι αυτό που σέρνει το τρένο στην επιχείρηση, το Δάκρυ του Πεύκου είναι αυτό που δίνει την καλή εικόνα και αλλάζει όλα όσα ίσχυαν για τη ρετσίνα.

Μετά το «Δάκρυ του Πεύκου» τί ακολουθεί;

Ήρθε η Ρόζα. Είναι ένα κρασί που στη δεκαετία του 1960 ήταν η ρετσίνα κοκκινέλι. Όλα αυτά είναι αναμνήσεις κι έρχονται από το θυμικό και τις εικόνες που είχα από εκείνη την εποχή και για αυτό και το σλόγκαν μας είναι παράδοση σε κίνηση. Μια παράδοση που την παραλαμβάνουμε και την εκσυγχρονίζουμε με καινούρια στοιχεία, κρατώντας τα βασικά της. Στη Ρόζα αντί λοιπόν να χρησιμοποιήσουμε ένα μοσχάτο, ας πούμε που γινόταν τα κοκκινέλια εκείνη την εποχή, εμείς πήραμε ξινόμαυρο, το οποίο στη Βόρεια Ελλάδα είναι η καλύτερη ερυθρή ποικιλία. Είναι ποικιλία ράτσας. Είναι όμως και το πιο δύσκολο από τα κρασιά μας. Γιατί έχουμε μια ποικιλία η οποία ως ροζέ είναι πολύ φρουτώδης, ενώ από την άλλη έχουμε το ρετσίνι που είναι βαλσαμικό άρωμα. Τα δύο άκρα. Παίξαμε με τα βαρέλια, το είδος, το κάψιμο, την προέλευση, το χρόνο που ξεραίνεται για να μπορέσουμε να παντρέψουμε αυτούς τους δυο αντίθετους χαρακτήρες. Πετύχαμε ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα και η Ρόζα έχει πολλούς φανατικούς φίλους.

Τελευταίο σας δημιούργημα ωστόσο είναι ο Αφρός…

Ο Αφρός είναι το παλιό το γιωματάρι, έβγαινε από το βαρέλι και μύριζε μαστίχα, ρετσίνι και ήταν πιπεράτο, γιατί είχε φυλακίσει ένα μέρος του ανθρακικού, κατά την αλκοολική ζύμωση, τότε που τα βαρέλια ήταν στο υπόγειο. Ο Αφρός λοιπόν είναι αυτό ακριβώς εκσυγχρονισμένο. Είναι το γιωματάρι που έβγαινε στις 26 Οκτωβρίου και αρέσει πάρα πολύ.

Ο κύκλος έχει κλείσει ή ετοιμάζετε και κάτι άλλο;

Κάνουμε διάφορες δοκιμές, δεν έχουμε κάτι συγκεκριμένο τώρα. Μιλάμε για το 2024 και μετά. Δεν είναι στον κοντινό ορίζοντα. Θα παίξουμε κυρίως με το πώς συμπεριφέρεται το ρετσίνι μέσα στη ζύμωση. Γιατί αν το να κάνεις ένα κρασί η δυσκολία είναι 10, το να κάνεις μια ρετσίνα η δυσκολία είναι 10 στο τετράγωνο. Υπερβάλλω ποιητική αδεία για να δώσω την έμφαση. Το ρετσίνι έχει και αυτό τις απαιτήσεις του για να βγάλει τα αρώματά του.

Καθαρά αρωματικοί είναι οι λόγοι της χρήσης του ρετσινιού;

Η προσθήκη της ρετσίνις είναι μια αρχαία ιστορία. Ανάγεται 5.000 χρόνια πριν στην Ελλάδα. Στην αρχαιότητα το μπουκάλι της εποχής ήταν ο αμφορέας, ο οποίος, όμως, είχε διαρροές. Οπότε το ρετσίνι είχε έναν πολλαπλό ρόλο. Ερχόταν να καλύψει εσωτερικά τα τοιχώματα του αμφορέα για να μη χάνεται το κρασί, αλλά και να μην αναπνέει για να μην οξειδωθεί. Εκείνη την εποχή επίσης τα κρασιά ήταν Ονομασίας Προέλευσης. Γνωρίζουμε το Θάσιο οίνο, τον Ικάριο οίνο και ούτω καθ’ εξής. Το ρετσίνι βοηθούσε να σφραγιστεί ο αμφορέας και το κρασί να πάρει μια ταυτότητα. Αυτή η επαφή του ρετσινιού με το μούστο, όμως, έδωσε στο κρασί κάτι. Το άρωμά του άρεσε και καθιερώθηκε. Είχε φτάσει μια εποχή όπου σε όλη τη Μεσόγειο κυριαρχούσε ο ρητινίτης οίνος. Με τους αιώνες η συνήθεια τελικά έμεινε μόνο στον ελλαδικό χώρο. Σήμερα η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που παράγει ρετσίνα και την έχει κατοχυρώσει ως Ονομασία κατά Παράδοση.

Έχοντας ζήσει την ακμή, την παρακμή και την επιστροφή της ρετσίνας στην εποχή της αποενοχοποίησης και του νέου κύκλου ανάπτυξης, τί θα λέγατε για τις προοπτικές της;

Είναι τεράστιες. Το σλόγκαν μου είναι ο κάθε οινοποιός να κάνει τη δική του ρετσίνα. Σήμερα μπορεί να το κάνει, γιατί η αγορά εκεί έξω είναι τεράστια. Με ποια κουζίνα δεν ταιριάζει; Με την κινέζικη; Με τα σούσι; Με την ινδική κουζίνα; Ήρθε προχθές στο Οινόραμα κάποια από την πρεσβεία της Ιαπωνίας και ενθουσιάστηκε με τη Ρόζα. Λέει αυτό είναι το κρασί μας. Ταιριάζει με το σούσι που τρώει ο πρέσβης. Με πολλές ethnic κουζίνες ταιριάζει η ρετσίνα. Και να σου πω ποιο είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της ρετσίνας. Η ρετσίνα για τους ψαγμένους, στους οποίους θα πρέπει να απευθυνθείς, είναι μια νέα οινική εμπειρία. Έχω ένα εστιατόριο τριών αστεριών Michelin στη Γαλλία, το οποίο έχει ειδικό μενού για τη ρετσίνα.

Πάνω στη δική σας ρετσίνα έχει χτίσει μενού;

Ναι, πάνω στο Δάκρυ του Πεύκου. Μας βρήκε και τους στείλαμε. Γιατί το πάντρεμα του κατάλληλου πιάτου με το κρασί, απογειώνει και τα δύο. Είναι μια εμπειρία οινική. Γιατί ναι μεν οι ποικιλίες στον κόσμο είναι πολλές, αλλά οι γνωστές είναι λίγες. 50 παγκοσμίως; Η ρετσίνα είναι ένας τύπος κρασιού, που έχει ενδιαφέρον να τον δοκιμάσεις και να τον καθιερώσεις σε κάποια γεύματα. Με τί δεν ταιριάζει η ρετσίνα; Με τα λαδερά, δεν ταιριάζει στην Ελλάδα; Μπορείς να φας φασολάκια και το μόνο κρασί που ταιριάζει είναι η ρετσίνα. Επειδή έχει αυτή την πικρή νότα, το λάδι ξεπλένεται πιο εύκολα.

Η Κεχρής, ωστόσο, δεν παράγει μόνο ρετσίνες…

Ασφαλώς βγάζουμε και κρασιά. Έχουμε την κατηγορία «Γένεσις». Είναι μια τριλογία με λευκό, ροζέ και κόκκινο. Είναι πολύ καλά κρασιά και έχουν και εξαιρετική σχέση ποιότητας – τιμής. Μετά έχουμε, μια σειρά την 4η Διάσταση, η οποία στο λευκό της χρησιμοποιούμε Ασύρτικο και Sauvignon Blanc, το κόκκινο του είναι ένα χαρμάνι από Ξινόμαυρο, Merlot και Cabernet Sauvignon και έχουμε και ένα μονοποικιλιακό Ξινόμαυρο. Είναι συνολικά δέκα ετικέτες. Και βγάζουμε και τα λικέρ Δωρική. Είναι από τα πρώτα προϊόντα που έβγαλα όταν επέστρεψα από τη Γαλλία. Είδα εκεί πως παίζουν με τα λικέρ και τα μπράνι τους, με τα αρώματα και ενθουσιάστηκα.

Με την αμπελουργία πότε ασχολήθηκε η Κεχρής.

Με την αμπελουργία ασχολούμαστε από τη δεκαετία του 1970, μέσα από συνεργαζόμενους παραγωγούς. Τον ιδιόκτητο αμπελώνα μας όμως τον ξεκινήσαμε στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Σήμερα διαθέτουμε περί τα 100 στρέμματα στην περιοχή της Γουμένισσας. Είναι φυτεμένος με Ασύρτικο, με Ροδίτη και με Ξινόμαυρο. Ταυτόχρονα συνεργαζόμαστε και με άλλους περίπου 50-60 ανεξάρτητους αμπελουργούς από το Αμύνταιο και τη Δράμα. Επεξεργαζόμαστε περίπου 1,3 εκατ. κιλά σταφύλια ετησίως, από τα οποία περίπου 120 με 150 τόνοι είναι οι ιδιοπαραγώμενοι.

Σκέφτεστε να αυξήσετε τον ιδιόκτητο αμπελώνα ή να προσθέσετε και νέους συνεργαζόμενους παραγωγούς;

Αν εξαιρέσουμε το 2020 που είχαμε το lockdown από τον κορωνοϊό, η εταιρεία κάθε χρόνο είναι ανοδική. Κατά συνέπεια, είναι σίγουρο πως θα χρειαστούμε πρόσθετα δικά μας αμπέλια και άλλους επαγγελματίες συνεργαζόμενους αμπελουργούς, γιατί τα πράγματα έχουν γίνει πολύ απαιτητικά και θέλουμε να γνωρίζουμε ακριβώς τί α’ ύλη παίρνουμε.

Το οινοποιείο θα χρειαστεί να μεγαλώσει;

Κάθε χρόνο έχει ανάγκη επέκτασης και έχουμε ένα πρόγραμμα σε εξέλιξη, προϋπολογισμού 1,6 εκατ. ευρώ. Είμαστε στο 1/3 ήδη. Αφορά κάποιες βελτιώσεις στο χώρο υποδοχής των σταφυλιών και δεξαμενές, συστήματα ελέγχου της θερμοκρασίας, βελτίωσης του ενεργειακού αποτυπώματος. Θα πάρει όμως παράταση για να ολοκληρωθεί γιατί πέσαμε πάνω στον κορωνοϊό και δεν ξέρω πόσο πίσω θα πάει.

Ποια είναι η ετήσια παραγωγή σας;

Βγάζουμε περίπου 1,5 εκατ. φιάλες το χρόνο. Από αυτές το 25% σε όγκο και το 33% σε αξία πάει στο εξωτερικό. Συνολικά σε 26 χώρες. Ευρώπη κατά βάση, αλλά στέλνουμε και βόρειο Αμερική.

Η σκυτάλη περνά σιγά σιγά στην επόμενη γενιά;

Στις οικογενειακές επιχειρήσεις έτσι γίνεται. Η σκυτάλη μεταφέρεται. Με τη σύζυγό μου προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε αυτό το πάθος, τη φλόγα, στα κορίτσια μας να το ακολουθήσουν και να το συνεχίσουν. Η μεγάλη μου η κόρη η Ελένη έχει τελειώσει χημικός μηχανικός και στο Μπορντό ως οινολόγος και η Ζωή έχει ασχοληθεί με οικονομία, στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχω και μια τρίτη κόρη η οποία δεν είναι στην εταιρεία, διότι είναι παντρεμένη με διπλωμάτη, οπότε είναι μια εδώ και μια εκεί (γέλια). Μας βοήθησε όμως πολλά χρόνια στην αρχή, επειδή είναι γραφίστρια και έχει σπουδάσει και διαφήμιση, μας βοήθησε να στήσουμε καταρχήν τις ετικέτες για κάμποσα χρόνια.

Επειδή έχετε θητεύσει και σε θώκους με θεσμικό ρόλο για τον κλάδο, η άποψή σας για το ελληνικό κρασί ποια είναι;

Αν αναλογιστούμε από πού έχουμε ξεκινήσει τα τελευταία 30 χρόνια, εκτιμώ ότι αυτή τη στιγμή είμαστε σε εξαιρετικό επίπεδο. Έχουν γίνει πολλά βήματα. Έχουμε συνειδητοποιήσει οι οινοπαραγωγοί καταρχήν τί πρέπει να κάνουμε. Τώρα αν το κάνουμε σωστά ή όχι μένει να το δούμε. Κατορθώσαμε και φτιάξαμε ένα business plan πριν από 10-12 χρόνια. Αυτό ήταν μια τεράστια επιτυχία

Έχει κλείσει ο κύκλος του κα πρέπει να πάμε σε ένα νέο;

Πρόκειται όντως να ανανεωθεί. Τώρα το συζητάμε. Είμαι μέλος και στο συμβούλιο του ΣΕΟ και έχουμε συμφωνήσει ότι πρέπει να πάμε σε ένα νέο στρατηγικό πλάνο. Θα γίνει. Αυτό θα πάρει χρόνο. Το προηγούμενο χρειάστηκε να περάσουν 3-4 έτη για να καταλήξουμε στο δια ταύτα. Θα γίνουν διαβουλεύσεις, θα υπάρξουν αντιρρήσεις, συγκρούσεις. Για παράδειγμα στο προηγούμενο η ρετσίνα ήταν τελευταία. Είπα δεν πειράζει βρε παιδιά, ας είναι τελευταία. Σημασία έχει να καταλήξουμε κάπου. Και αφού το τρένο το στήσουμε, όλων η σειρά θα έρθει.

Τί κατεύθυνση πιστεύετε ότι θα πρέπει να έχει;

Κοιτάξτε πρέπει να δούμε και το business plan για τον αμπελώνα. Γιατί να πω το εξής. Όταν έχω μια πρώτη ύλη «Α» ο ρόλος μου ως οινολόγου οινοποιού είναι αυτή την «Α» να την αποδώσω στο τελικό προϊόν. «Α+» δεν μπορώ. «Α-« μπορώ. Τί θέλω να πω. Αυτά είναι μέσα στα στοιχεία του σταφυλιού. Εφόσον τα έχει θα τα αναδείξεις, εάν δεν τα έχει, δεν μπορείς να τα αναδείξεις. Άρα αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι από εδώ που είμαστε στον αμπελώνα (δείχνει με το χέρι του) να πάμε εκεί λίγο παραπάνω, λίγο παραπάνω, έτσι θα έχουμε μεγάλη αύξηση. Γιατί οι επενδύσεις που έγιναν στην οινοποιία είναι πάρα πολλές.

Και μπαίνουν και νέοι στο χώρο…

Και αυτό είναι καλό. Έχουμε τώρα σχεδόν 1.630 οινοποιεία σε όλη τη χώρα και αυξάνουν. Και γίνονται και πολλές εξαγωγές. Η εξαγωγή έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Έχει πολλές απαιτήσεις και αυτές σε κάνουν καλύτερο. Το άμεσο είναι να κερδίσεις μια νέα αγορά, να αυξήσεις τον τζίρο σου, την κερδοφορία σου. Το βασικό στοιχείο όμως είναι ότι μας κάνει καλύτερες εταιρείες. Αυτό θεωρώ ότι είναι το πιο σημαντικό από όλα. Μπαίνεις σε μια μάχη. Πώς είπε ο Καραμανλής; Θα σας πετάξω στη θάλασσα να μάθετε να κολυμπάτε. Αυτό είναι. Δεν είναι άρπα κόλλα. Αν δεν προσαρμοστείς τελειώνεις.

Πρέπει να υπάρξει και αναπροσανατολισμός στο δεκαετές;

Νομίζω ναι. Χρωστάμε χάρη στην ομογένεια, στους επαγγελματίες, είτε είναι εισαγωγείς, είτε διανομείς, εστιάτορες, οι οποίοι στήριξαν και στηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια το ελληνικό κρασί. Αλλά πρέπει να πάμε και στα τοπικά εστιατόρια. Να δούμε λίγο και τις άλλες κουζίνες, έτσι θα αυξηθούν οι πωλήσεις μας. Όπως έρχεται το Χιλιανό και μπαίνει στον κατάλογο των εστιατορίων στη Νέα Υόρκη, να μπούμε κι εμείς.

Στο κομμάτι το αμπελουργικό τί άλλο πρέπει να γίνει;

Πρέπει να δούμε τις αναδιαρθρώσεις, τις ποικιλίες, πάρα πολλά. Εκεί έχουμε δρόμο. Τώρα έρχεται και η κλιματική αλλαγή. Τί ποικιλίες θα χρησιμοποιήσουμε, πώς θα δουλέψουμε με τις υπάρχουσες και αν θα αντέξουν; Θα ανέβουμε σε υψόμετρο, στις βουνοπλαγιές; Είμαστε όμως στις αρχικές σκέψεις. Μέχρι να ξεκινήσει να δουλεύει θα πάρει χρόνια.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπάρχει μια συζήτηση γύρω από τις σημάνσεις ΠΓΕ. Πώς τοποθετείστε σε αυτό το debate;

Πρέπει να στηρίξουμε τα ΠΓΕ και γενικά η γηραιά ήπειρος πρέπει να στηριχθεί στο οικοσύστημά της, στο terroir της. Γιατί αλλιώς το παιχνίδι θα παιχτεί με τις ποικιλίες και εκεί δεν παίζουμε καλά. Δεν πάμε να πουλάμε Ασύρτικο, ας πούμε. Να το πω αλλιώς γιατί δεν ακούγεται καλά. Λέει ο άλλος merlot όπου και να παράγεται είναι το ίδιο. Εμείς πρέπει να το συνδέσουμε με τον τόπο. Με την κουλτούρα, την ιστορία. Έχει σημασία να έχεις ένα προϊόν με συγκεκριμένη ταυτότητα. Ας είναι merlot, αλλά να λέμε είναι το merlot της Γουμένισσας, για παράδειγμα. Δεν εννοώ ότι πρέπει να προμοτάρουμε τις ξένες ποικιλίες. Είμαι υπέρ των ελληνικών και αυτές πρέπει να προμοτάρουμε, διότι αυτές θα μας διαφοροποιήσουν από τους ανταγωνιστές.

Μια και αναφέρεστε στις ελληνικές ποικιλίες, πρέπει να επιμείνουμε στις τέσσερις εμβληματικές και να χτίσουμε ακόμη παραπάνω σε αυτές ή είναι ανάγκη να αναδείξουμε και κάτι άλλο;

Νομίζω ότι εφεξής πρέπει να το δούμε όχι με τοποποικιλίες, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο. Ενδεχομένως πιο οριζόντια. Αυτές έκαναν τη δουλειά τους. Πρέπει να συνεχίζουμε να τις υποστηρίζουμε, αλλά μπορούμε να βάλουμε κι άλλες ποικιλίες, αν όχι μπροστά, τουλάχιστον ταυτόχρονα.

Όπως;

Η Μαλαγουζια, η Κυδωνίτσα, ο Ροδίτης, το Σαββατιανό, το Λημνιό ίσως

Ο ρόλος των προγραμμάτων εξωστρέφειας;

Δεν υπάρχει μέλλον, χωρίς εξωστρέφεια. Δεν υπάρχει. Βέβαια θα μου πεις ότι αν είχαμε κάνει σωστά τη δουλειά, θα έφτανε κρασί να το εξάγουμε; Όχι.

Αναφέρεστε στο τουριστικό ρεύμα;

Στους τουρίστες ναι. Η εξωστρέφεια ξεκινά από εδώ. Να βελτιώσουμε τις συνθήκες που πίνουν τα κρασιά, να βελτιώσουμε την ποιότητα των κρασιών που σερβίρονται στο εστιατόριο. Το χύμα κρασί είναι μεγάλη πληγή. Να είναι τουλάχιστον επώνυμο και ποιοτικό όσο γίνεται.

Τί αντιπροσωπεύει το χύμα σήμερα;

Το 60% της κατανάλωσης. Είναι ψηλά.

Παίζει ρόλο και το οικονομικό περιβάλλον, η μείωση της αγοραστικής δύναμης του Έλληνα;

Στην τιμή που πουλιέται το χύμα, στα 5 ευρώ, υπάρχουν εξαιρετικά εμφιαλωμένα κρασιά. Μπορείς να βρεις με 5 – 6 ή 7 ευρώ. Και στο τέλος, πιες λίγο λιγότερο, πιο αραιά. Το να πιώ ένα κακής ποιότητας κρασί ίσχυε στη δεκαετία του 1960. Γιατί το κρασί τότε ήταν πιο πολύ παρεΐστικο και επειδή ήταν σε έλλειψη, δεν ένοιαζε τον κόσμο τί ποιότητα έχει. Σήμερα που έχει ο καταναλωτής τόσες επιλογές, είναι κρίμα να πίνει παλιόκρασα. Και κυρίως γνωρίζει από πού προέρχονται και με ποιες πρακτικές έχουν παραχθεί. Αυτό είναι το θέμα και είναι και θέμα υγείας πολλές φορές, κυρίως με τα γλυκά κρασιά τα χύμα.

Μια και θίξατε το θέμα της υγείας, υπάρχει και ένα κύμα διεθνώς το οποίο αντιστρατεύεται την κατανάλωση κρασιού…

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγεται μια μεγάλη μάχη. Μια πρώτη την κερδίσαμε και δεν αναγράφονται ορισμένα στοιχεία που ήμασταν υποχρεωμένοι να γράψουμε, να καταντήσει σαν το τσιγάρο. Αυτό αποφεύχθηκε. Όμως η τάση είναι αρνητική. Δυστυχώς έβαλαν και το κρασί σε αυτή την κατηγορία. Έπρεπε να το διαχωρίσουν για δύο λόγους. Πρώτον γιατί το αλκοόλ είναι πολύ χαμηλότερο και συνοδεύει το φαγητό, δεν το πίνεις σκέτο με έναν ξηρό καρπό. Και δεύτερον το κρασί είναι δεμένο άρρηκτα με την κουλτούρα του ανθρώπου. Θα είναι καταστροφικό να μπουν τέτοιοι περιορισμοί. Ολόκληρες κοινωνίες, τα ήθη και τα έθιμά τους είναι συνδεδεμένα με το κρασί.

Η στόχευσή μας ποια είναι;

Είμαστε στην εποχή του να μπορέσουμε τουλάχιστον να μείνουμε στη λελογισμένη χρήση. Εκεί παλεύουμε. Και βέβαια είμαστε υπέρ αυτού. Και έχουμε χρόνια που έχουμε υιοθετήσει αυτή τη λογική. Γιατί δεν μπορείς να απολαύσεις το κρασί όταν πίνεις ασύστολα. Θέλει μέτρο.

Με το σύστημα των αδειών φύτευσης υπάρχουν επίσης προβλήματα…

Ως χώρα έχουμε περίπου 630.000 στρέμματα αμπελώνα και παίρνουμε κάθε χρόνο άδειες για χονδρικά άλλα 6.000 στρέμματα. Η πολιτική με την οποία μοιράζονται αυτά έχει προβλήματα.

Είναι ψηφοθηρική;

Ναι, ακουμπάει και αυτό. Υπάρχουν όμως παράπονα από παντού. Και από αυτούς που ζητάνε και δεν παίρνουν και από αυτούς που παίρνουν και δεν τα αξιοποιούν. Υπάρχουν πολλά που δεν υλοποιούνται και σε συγκεκριμένο χρόνο χάνονται. Το υπουργείο προσπαθεί να βρει λύσεις. Τον τελευταίο χρόνο εστίασαν σε οργανωμένα οινοποιεία που έχουν μια Α υποδομή και έκταση. Πρέπει οι επιχειρήσεις να είναι αποδοτικές και βιώσιμες και να ασχοληθούν οι επαγγελματίες για να έχουν οικονομίες κλίμακος. Δεν μπορεί να έχεις 5 στρέμματα, να σου δώσει μια άδεια για άλλα 3-4 στρέμματα και πού θα είναι αυτά δεν ξέρω. Να πηγαίνεις μια ώρα με το τρακτέρ ας πούμε. Πώς θα γίνει; Δεν μπορεί και αυτός να επιβιώσει μετά.

Έχει ανοίξει επίσης ένα μέτωπο με την ανταποδοτική ανακύκλωση…

(Γέλια) Μιλάς για ένα θέμα που μας ταλανίζει τα τελευταία χρόνια. Και προσπαθούμε μέσα από διάφορες μελέτες να βρούμε μήπως μπορεί είτε να αλλάξει το σύστημα έτσι όπως το έχουν στήσει, είτε να αποδειχθεί ότι δεν θα είναι ανταποδοτικό. Γιατί τώρα μιλάμε για κόστη τα οποία, τουλάχιστον στη δική μας επιχείρηση, αλλά το ίδιο συμβαίνει παντού, θα δεκαπλασιαστούν ή και θα δεκαπενταπλασιαστούν. Επειδή το σύστημα περισυλλογής αυτών των φιαλών από τα νησιά, μπάζει από παντού. Πάσχει. Και επιμερίζεται σε όλη την επικράτεια. Δηλαδή το κόστος ανακύκλωσης μιας φιάλης από ένα νησί, θα επιβαρύνει το γενικό σύνολο. Είναι δύσκολο. Νομίζω πως από τις 27 χώρες της Ε.Ε. μόνο επτά χώρες έχουν περιλάβει το μπουκάλι του κρασιού στα μέτρα για την ανταποδοτική ανακύκλωση. Δεν ξέρω τί θα γίνει ακόμη είναι ρευστά τα πράγματα.

Η ιστορία του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης, πώς επηρεάζει τις ελληνικές οινοποιητικές επιχειρήσεις.

Πέρα από το γεγονός πως η Ουκρανία έχει πολλές υαλουργίες και μάλιστα με έναν προμηθευτή μας που τον ρωτήσαμε τί γίνεται, μας είπε, τί να σου πω, πήρα στον ιδιοκτήτη του εργοστασίου και μου είπε είναι στο καταφύγιο. Τί να περιμένεις. Πώς να δουλέψουν αυτοί οι άνθρωποι. Το γυαλί είναι μια βιομηχανία η οποία δεν σταματά 24 ώρες, επί 365 ημέρες. Αν σταματήσει, πάγωσε, τέλειωσε ο φούρνος. Πρέπει να τον γκρεμίσουν και μετά θέλουν έξι μήνες να τον ξαναβάλουν μπροστά. Τα υλικά συσκευασίας ανεβαίνουν και επειδή ανεβαίνουν και όλες οι εισροές θα ανέβει το κόστος παραγωγής. Είναι ένας δύσκολος τρύγος μπροστά μας. Υπάρχουν δύο κίνδυνοι. Είτε να βγει πολύ ακριβό το προϊόν που παράγει ο αγρότης και κατά συνέπεια θα το αγοράσουμε ακριβά και άρα το κρασί θα ανέβει ακόμη περισσότερο ή οι αγρότες θα τα παρατήσουν, δεν θα ψεκάσουν τα αμπέλια τους, δεν θα τα λιπάνουν και δεν ξέρουμε τί πρώτη ύλη θα πάρουμε. Είναι πολύ δύσκολη χρονιά. Αν δεν τελειώσει ο πόλεμος κανείς δεν ξέρει τί θα συμβεί. Κανένας.

Σχετικά Άρθρα

REPORTS

Το καθεστώς των Αδειών Φύτευσης (που αντικατέστησε το καθεστώς των Δικαιωμάτων Φύτευσης σύμφωνα με το οποίο το Δικαίωμα φύτευσης μπορούσε να γίνει αυτοτελώς αντικείμενο...

REPORTS

To Cellier Wine Fair, η πιο premium έκθεση οίνου και αποσταγμάτων, που διοργανώθηκε για 16η χρονιά από τις κάβες Cellier και από τη GENKA1877,...

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Μια περιήγηση σε ολόκληρη την Ελλάδα μέσα από τα μοναδικά κρασιά των οινοποιών του Συνδέσμου Μικρών Οινοποιών Ελλάδος (ΣΜΟΕ) στις 11 και 12 Φεβρουαρίου...

REPORTS

Ένα νέο έργο στοχεύει να αξιολογήσει την ικανότητα των ρομπότ στον αμπελώνα να αντικαταστήσουν για τις διαδικασίες κλαδέματος και συγκομιδής σταφυλιών, που παραδοσιακά ήταν...

Διαβάστε επίσης

REPORTS

Το 1955, η Σταυρούλα Κουράκου είχε γράψει στο «Ο οίνος, µια αιώνια θεότητα για την Ελλάδα»: «Η αµπελουργία είναι στενά δεµένη µε την κίνηση...

REPORTS

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, εφεξής, λίγο πριν από τον ετήσιο εορτασμό του θεσμού των «Ανοικτών Πορτών», στα οινοποιεία της χώρας, όσοι αγαπούν τη Γουμένισσα,...

REPORTS

∆εν έχουν συµπληρωθεί 10 χρόνια από την ηµέρα που ο Γιάννης Τσαπάρας µαζί µε τη σύζυγό του Ελεάνα Παρλαβάντζα αποφάσισαν να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στην...

REPORTS

Με τον ευφάνταστο τίτλο «The Mantinians», τα οινοποιεία της Μαντινείας έρχονται να συστηθούν συλλογικά στο οινόφιλο και όχι μόνο κοινό. Πέντε δεκαετίες και πλέον...