του Θεόδωρου Γεωργόπουλου*
Κάθε µία από αυτές τις οµάδες, εφόσον έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα και δηµοκρατικό τρόπο εσωτερικής λειτουργίας, απολαµβάνει αποκλειστικά προνόµια αυτοδιαχείρισης των αµπελώνων, ρυθµιστικής αρµοδιότητας για τη Γεωγραφική Ένδειξη, άσκησης ελέγχων στο σύνολο της παραγωγής και αυτοχρηµατοδότησης (µε ποσό που παρακρατείται από το νόµο και καταβάλλεται υπέρ της οµάδας).
Ξεφυλλίστε και κατεβάστε σε υψηλή ανάλυση το φύλλο 979 της Agrenda
Ειδικά για τους οίνους, πρόκειται για την επικύρωση εθνικών καθεστώτων µε ισχυρές ρίζες που φτάνουν πίσω στον Μεσοπόλεµο και έχουν έναν κοινό παρανοµαστή: Την εκχώρηση δηµόσιας εξουσίας στις συλλογικές δοµές των αµπελουργών και οινοπαραγωγών, υπό την επίβλεψη, φυσικά, και την προστασία της Πολιτείας. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις της Ισπανίας µε τον νόµο Estatuto del Vino, της Ιταλίας µε τα consorzi από το 1934 (Testo Unico) και της Γαλλίας µε το «Νόµο Capus» το 1935. Αυτά για όλες τις παραδοσιακές οινοπαραγωγικές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. Όλες, εκτός από µία…
Η «χαµένη άνοιξη» του ελληνικού οινικού Μεσοπολέµου
Η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση καθόσον ναι µεν οι οινοπαραγωγικές περιοχές της προστατεύτηκαν µε διατάγµατα κυρίως από την εποχή της ∆ικτατορίας, όµως ακόµα και σήµερα δεν υφίσταται ούτε υποψία τοπικών οµάδων διαχείρισης και προστασίας µε την έννοια, που την αντιλαµβάνονται οι οινοπαραγωγοί άλλων κρατών και, πλέον, η ίδια η Ε.Ε. Βέβαια, µε το Ν.∆. της 12 Μαΐου 1926, που επικυρώθηκε µε το Ν. 3501/1927 είχε εισαχθεί η έννοια του «τυπικού οίνου», δηλαδή του κρασιού µε σταθερά ποιοτικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στη συγκεκριµένη κάθε φορά ζώνη παραγωγής ενώ ιδρύθηκε και ο Εθνικός Σύνδεσµος Αµπελοκτηµόνων (Ε.Σ.Α.), νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου, µε καταστατικό σκοπό, µεταξύ άλλων, την προστασία των τυπικών οίνων και αποτελούµενο αποκλειστικά από εκπροσώπους του αµπελουργικού κόσµου. Μια τέτοια διάχυση της εξουσίας δεν µπορούσε όµως να επιβιώσει του συγκεντρωτικού µοντέλου διακυβέρνησης του καθεστώτος Μεταξά, το οποίο έσπευσε να καταργήσει το 1937 τον Ε.Σ.Α., ορίζοντας ως µοναδικό φορέα εξουσίας το υπουργείο Γεωργίας και το Ινστιτούτο Αµπέλου και Οίνου που άρχισε να λειτουργεί ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ενώ οι πρώτες Ονοµασίες Προέλευσης εµφανίστηκαν στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Στη δίνη των εθνικών περιπετειών και στα χρόνια που τις ακολούθησαν η ιδέα για ελληνικούς οίνους µε Ονοµασία Προέλευσης είχε ξεχαστεί για µια ολόκληρη γενιά. Ή τουλάχιστον έτσι νοµίζαµε µέχρι πρόσφατα…
Ο χαµένος κρίκος µιας προσπάθειας 100 ετών
Τον περασµένο Μάρτιο, εν όψει της προσπάθειας οργάνωσης του αρχείου του Συνδέσµου Ελληνικού Οίνου, προκειµένου να τεθεί η πορεία του ελληνικού κρασιού στη διάθεση των ιστορικών αλλά και του ίδιου του αµπελοοινικού κλάδου της χώρας, εντοπίστηκε ο χαµένος κρίκος της ιστορίας των προσπαθειών για τη δηµιουργία Οίνων Προέλευσης. Βέβαια, το µεταπολεµικό κράτος κληρονόµησε το πνεύµα της 4ης Αυγούστου και πορεύθηκε µε τη λογική ότι οι Ονοµασίες Προέλευσης είναι θέµα αποκλειστικής κρατικής βούλησης που επιβάλλεται στον αµπελοοοινικό κόσµο µιας περιοχής. Αλλά οι σελίδες της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού κρασιού που εντοπίστηκαν πρόσφατα υπό τη µορφή αρχείου, µάς µαθαίνουν πως η προστασία και το αίτηµα των Ονοµασιών Προέλευσης δεν υπήρξε δώρο εξ ουρανού. Στην πραγµατικότητα, η ίδια η θεσµική υπόσταση του ελληνικού κρασιού περνά µέσα από αυτή την αναζήτηση. Τα βασικά σηµεία αυτών των χαµένων σελίδων δύο και πλέον δεκαετιών (1950-1970) παρουσιάζουµε για πρώτη φορά σήµερα, φωτίζοντας έτσι πώς χάθηκε το στοίχηµα που κέρδισαν οι Ευρωπαίοι εταίροι µας.
Στις 24 Νοεµβρίου 1948 τέσσερις οινοβιοµηχανίες, δύο εκ Πατρών (Αχάια Κλάους και Β.Ε.Σ.Ο.) και δύο µε έδρα την Αθήνα (Ανδρέας Καµπάς και Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευµάτων, δηλαδή η «Βότρυς»), µε ρίζες από τον 19ο αιώνα µέχρι το Μεσοπόλεµο ιδρύουν το Σύνδεσµο Ελλήνων Παραγωγών Τυπικών Οίνων (Σ.Ε.Π.Τ.Ο.), επαγγελµατικό σύνδεσµο µε βασικό καταστατικό σκοπό την προστασία και τη διάδοση των «ελληνικών τυπικών οίνων». Αυτή η ίδρυση έρχεται ως συνέχεια του Αναγκαστικού Νόµου 787 της 24ης Σεπτεµβρίου 1948 µε τον οποίο ορίστηκε η νέα σύνθεση προπολεµικής επιτροπής που επιφορτίστηκε να καθορίσει τα «ειδικά χαρακτηριστικά πλεονεκτήµατα εκάστου τυπικού οίνου» και την Ονοµασία αυτού. Μεταξύ των µελών, κατά πλειοψηφία κρατικών λειτουργών, προβλεπόταν η συµµετοχή ενός αντιπροσώπου των αµπελουργικών συνεταιριστικών οργανώσεων και ενός αντιπροσώπου των εξαγωγέων οίνου, τον οποίο όριζε το Εµπορικό και Βιοµηχανικό Επιµελητήριο. Αυτή την ανάγκη εκπροσώπησης κατά την υποσχόµενη δηµιουργία ονοµασιών προέλευσης ήρθε να καλύψει ο Σ.Ε.Π.Τ.Ο.
Η πρώτη µόνιµη έκθεση εµφιαλωµένων οίνων
Ο Σ.Ε.Π.Τ.Ο. ιδρύεται επισήµως µε απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών το Σεπτέµβριο του 1949 και πιάνει αµέσως δουλειά. Το 1950, η Ελλάδα φιλοξενεί το πρώτο µεταπολεµικό συνέδριο του ∆ιεθνούς Γραφείου Αµπέλου και Οίνου (OIV) και ο νοµικός σύµβουλος του Συνδέσµου, Ιωάννης Τιφτιξής σε εισήγησή του εξηγεί τις δυσκολίες για τη δηµιουργία Ονοµασιών Προέλευσης στην Ελλάδα αλλά και την πίστη του κλάδου ότι το µέλλον του ελληνικού κρασιού εξαρτάται από την πραγµάτωση αυτού του σκοπού. Ωστόσο η Ελληνική Πολιτεία ολιγωρεί και πάλι. Μετά από µερικά χρόνια σχετικής αδράνειας, ο Σ.Ε.Π.Τ.Ο. παίρνει µια πρωτοβουλία που, τουλάχιστον συµβολικά, είναι επαναστατική, για τα δεδοµένα της εποχής, καθώς πρωτοστατεί στην ίδρυση, το 1959, του Ινστιτούτου Γεύσεως Ελλάδος µε έδρα στη συµβολή Ηπείρου και Λιοσίων και σήµα τον κύλικα (το οποίο χρησιµοποιεί ο Σύνδεσµος Ελληνικού Οίνου µέχρι σήµερα). Το Ινστιτούτο έχει διπλό στόχο: Αφενός επιδιώκει τη «δηµιουργία Ειδικού Σώµατος ∆οκιµαστών µε σκοπόν την κατοχύρωσιν του τόπου προελεύσεως των προϊόντων και την παρακολούθησιν της ποιοτικής εξελίξεως αυτών». Αφετέρου, αποσκοπεί στο να προβάλει στον Έλληνα αλλά και τον ξένο καταναλωτή (η επικοινωνία γίνεται στα ελληνικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερµανικά) τους τυπικούς οίνους αλλά και τα εµφιαλωµένα αλκοολούχα ποτά 18 εταιρειών. Προς τούτο διατηρεί στην έδρα του µόνιµη έκθεση µε δωρεάν γευστικές δοκιµές κάθε βράδυ, ενώ λειτουργεί και ως πωλητήριο των προϊόντων. Η ιδέα ήταν ίσως υπερβολικά ρηξικέλευθη για τα ελληνικά, ίσως και για τα διεθνή δεδοµένα της εποχής και το πείραµα δεν φαίνεται να επιβιώνει µετά το 1966.
Υποκατάσταση του κράτους µέσω της καταχώρισης εµπορικών σηµάτων
Εν τω µεταξύ, από 1963 ξεκινά µια νέα φάση στη δράση του Συνδέσµου, που παίρνει τη µορφή διεθνούς «σταυροφορίας». Ενώ το ελληνικό κράτος ασθµαίνει, ο Σ.Ε.Π.Τ.Ο. που αριθµεί πλέον πάνω από 20 µέλη (όλες πρακτικά τις οινοποιίες εµφιαλωµένου κρασιού) αποφασίζει, εν όψει των ευκαιριών που γεννά η Συµφωνία Σύνδεσης µε την Ε.Ο.Κ. αλλά και λόγω του πολλαπλασιασµού των φαινοµένων παρασιτισµού διεθνώς σε βάρος ελληνικών ονοµασιών να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Αναθέτει στον δικηγόρο Αλέξανδρο Κουράτο, ειδικό «σηµατολόγο» (sic!), να συντονίσει την καταχώριση των επίµαχων ονοµασιών ως εµπορικών σηµάτων σε κρίσιµες αγορές: Η.Π.Α., Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερµανία, Ιταλία. Τα πιο σηµαντικά ονόµατα είναι: «Μαυροδάφνη», «Ρετσίνα», αλλά και «Ούζο». Το 1966, ο Σύνδεσµος έχει ξοδέψει 96.000 δραχµές σε έξοδα καταχώρισης και αµοιβές δικηγόρων, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο, για την καταχώριση των εν λόγω ονοµάτων στο εξωτερικό, µε τον ίδιο ως δικαιούχο, ενώ µε επιστολή του προς τις κρατικές αρχές ζητά την στήριξή τους.
Και ενώ η καταχώριση σηµάτων ως µοναδική λύση, σε ένα κράτος που από το 1927 είχε προαναγγείλει νοµοθετικά τις Ονοµασίες Προέλευσης για οίνους, συνεχίστηκε και στα επόµενα χρόνια, η ανάγκη διεθνούς προστασίας µιας εµβληµατικής ένδειξης για αλκοολούχο ποτό (το ούζο) θα εξαναγκάσει τον Σ.Ε.Π.Τ.Ο. να αλλάξει την καταστατική του επωνυµία σε Σύνδεσµο Ελλήνων Βιοµηχάνων Οίνων και Ποτών (Σ.Ε.Β.Ο.Π.). Αυτή η κοινή πορεία οίνων και αλκοολούχων ποτών θα συνεχίσει µέχρι το 1995, οπότε και διαχωρίζονται οι δύο κλάδοι µε τον Σύνδεσµο Ελληνικού Οίνου να συνεχίζει, επιστρέφοντας στον αρχικό σκοπό του 1949, δηλαδή την προάσπιση του επώνυµου, δηλαδή του εµφιαλωµένου ελληνικού κρασιού.
Οι προσπάθειες της Σταυρούλας Κουράκου, που «έφυγε» πρόσφατα, ως επικεφαλής του Ινστιτούτου Αµπέλου και Οίνου, και η µετέπειτα είσοδος στην Ε.Ο.Κ. θα επιτρέψουν να δηµιουργηθεί σύστηµα Ονοµασιών Προέλευσης για τα κρασιά µας, βοηθώντας έτσι στην λεγόµενη «επανάσταση» του ελληνικού οίνου από τη δεκαετία του ‘80 και µετά. Σε όλη αυτή την πορεία ο Σύνδεσµος, είτε ως ΣΕΒΟΠ είτε ως Σ.Ε.Ο., υπήρξε παρών, εκπροσωπώντας τα συµφέροντα της ιδιωτικής οινοποιίας κατά το χτίσιµο των ελληνικών Ονοµασιών Προέλευσης. Όµως η «επανάσταση» έµεινε µισή, καθώς στηρίχθηκε στο αξιοθαύµαστο έργο οινοποιών και στον µοναδικό πλούτο γηγενών ποικιλιών, και όχι στην πεποίθηση και την πραγµάτωση του κρασιού Ονοµασίας Προέλευσης ως φορέα συλλογικής ταυτότητας και απόληξη µιας µακράς τοπικής ιστορίας και τεχνογνωσίας. Η δε απουσία ενός ισχυρού µοντέλου συλλογικής διαχείρισης και προστασίας της φήµης µιας ζώνης παραγωγής στέρησε και στερεί τον αµπελοοινικό κόσµο από την παιδευτική λειτουργία αυτού του ανήκειν. Οι στρεβλώσεις που γέννησε αυτή η επιλογή είναι πολλές και δοµικές. Αλλά αυτό είναι µια άλλη ιστορία.
*Kαθηγητή Νοµικής στο Πανεπιστήµιο της Reims, Πρόεδρου του Ινστιτούτου Αµπέλου και Οίνου της Καµπανίας & ∆ιευθυντή του Συνδέσµου Ελληνικού Οίνου