Η Freisa καλλιεργείται κατά κύριο λόγο στις ζώνες Chieri, Monferrato και Langhe, μαζί με το Nebbiolo, και δίνει ένα ελαφρύ κρασί με ρουμπινί χρώμα, γλυκιά γεύση και αρώματα από κόκκινα μούρα. Εξάλλου, το όνομα της προέρχεται από τη λατινική λέξη «fresia που σημαίνει φράουλα. Χαρακτηρίζεται από υψηλή οξύτητα και μεγάλη περιεκτικότητα σε τανίνες, κάτι που το καθιστά ιδανικό για μακρά ωρίμανση, ενώ η δυνατότητα παραγωγής κρασιών χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ (τυπικά 12,5%) την καθιστά συμβατή με τις τρέχουσες τάσεις. Παράλληλα, είναι αρκετά ευέλικτη και μπορεί να αξιοποιηθεί για την παραγωγή γλυκών, αφρωδών και ξηρών κρασιών.
Επί χρόνια, όμως, βρίσκεται στη σκιά του Nebbiolo, επειδή η υψηλή της περιεκτικότητα σε τανίνες και το γεγονός ότι δεν μπορεί να εκλεπτυστεί απομακρύνει μερικούς καταναλωτές. Η στροφή των οινοποιών προς γηγενείς και αρχέγονες ποικιλίες όπως η Freisa, της επέτρεψαν, ωστόσο, να ξαναρθεί στο προσκήνιο. Μια από της σημαντικότερες παραγωγούς κρασιών με βάση τη Freisa είναι η οινοποιία G.D Varja που εμφιαλώνει την 100% Freisa Langhe ΠΟΠ ετικέτα της «Kye» από 1990, χαρακτηρίζοντας την Freisa ως μια από τις απόλυτες ποικιλίες του Πεδεμόντιου, παρότι είναι πολύπλοκη στην καλλιέργεια και στη ζύμωση της, αφού γεννάει συναισθήματα και διεγείρει τις αισθήσεις όσων την παράγουν και την καταναλώνουν.
Το Freisa έχει δύο ετικέτες ΠΟΠ αφιερωμένες σε αυτό, το Freisa d’Asti (επαρχία Asti) και το Freisa di Chieri (κοντά στο Τορίνο). Η πρώτη καθιερώθηκε το 1972, με τους οίνους Rosso, Superiore και Spumante που πρέπει να παράγονται από 100% Freisa. Το Freisa di Chieri DOC θεμελιώθηκε ένα χρόνο αργότερα και απαιτεί τουλάχιστον 90% Freisa.
Όταν θεμελιώθηκαν αυτές οι ΠΟΠ ετικέτες, τη δεκαετία του 1970, υπήρχαν περίπου 75.000 στρέμματα αμπελώνων Freisa σε όλη την Ιταλία, κυρίως γύρω από το Τορίνο. Το 2018, ωστόσο το ποσό αυτό μειώθηκε σε μόλις 8.000 στρέμματα και αυτή τη στιγμή ανέρχεται σε περίπου 10.000 στρέμματα, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων βρίσκεται στα βορειοδυτικά της περιοχής.
Ιστορικά, η καλλιέργεια της μειώθηκε λόγω του ανταγωνισμού από άλλες ποικιλίες, όπως το Nebbiolo, το Barbera και το Dolcetto, αλλά και της χρήσης της σε χαμηλότερης ποιότητας blends, γεγονός που στιγμάτισε τη φήμη της. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε είναι μια ποικιλία δύσκολη στην καλλιέργεια. «Η Freisa έχει πολύ μακριά στελέχη, τα οποία εκθέτουν τα σταφύλια στις διαθέσεις του καιρού και κατά συνέπεια, σε μεγαλύτερο κίνδυνο απώλειας αποδόσεων», εξηγεί ο οινοπαραγωγός Vaira από το G.D. Vajra. «Στα μάτια μας, αυτή η πρόκληση είναι κάτι που μπορούμε μόνο να αποδεχτούμε, όχι να αλλάξουμε. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί οι περισσότεροι αμπελώνες Freisa στην περιοχή έχουν ξεριζωθεί εδώ και καιρό και γιατί θαυμάζουμε και σεβόμαστε βαθιά όλους τους συναδέλφους αμπελουργούς που δεν το βάζουν κάτω».
Η Freisa θεωρείται συχνά μια πιο άγρια εκδοχή του Nebbiolo, αλλά αυτό είναι και το χαρακτηριστικό που το κάνει ξεχωριστό, σύμφωνα μ’ όσους το καλλιεργούν. «Στο Vietti, τελειοποιούμε αυτά τα χαρακτηριστικά κάνοντας δύο διαφορετικές οινοποιήσεις: η μία παραδοσιακή με αποφυλλωμένα σταφύλια και κανονικές διεργασίες για την εξαγωγή περισσότερου χρώματος και τανίνης, η άλλη με «ολόκληρα σταφύλια», με την οποία είμαστε σε θέση να διατηρήσουμε πολλά αρώματα (φρέσκα και πικάντικα) που είναι χαρακτηριστικά του σταφυλιού», κατά τον οινοπαραγωγό Palumbo.
Μεγαλύτερη πρόκληση φαντάζει η προώθηση της ποικιλίας στο εξωτερικό και η καθιέρωση της εκτός της Ιταλίας- ωστόσο, η αγορά των ΗΠΑ παρουσιάζει πολλά υποσχόμενη ανάπτυξη, λέει ο Palumbo. «Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να κάνουμε αυτό το κρασί γνωστό», λέει. «Το όνομα στο εξωτερικό έχει προς το παρόν μικρή προβολή και αναγνώριση, αλλά είμαστε σίγουροι ότι η αυξανόμενη κατανάλωση κρασιών με λιγότερο αλκοόλ και περισσότερη φρεσκάδα θα μας βοηθήσει να αυξήσουμε τις πωλήσεις και την αναγνωρισιμότητα».
Πληροφορίες από drinks business
