Connect with us

Αναζήτηση

REPORTS

Επικουρική η ευθύνη των μελών συνεταιρισμών για οφειλές προς τρίτους

Σημαντική Δικαστική απόφαση , σχετικά με την ευθύνη των μελών των αγροτικών συνεταιρισμών, για οφειλές του συνεταιρισμού τους, προς τρίτους. Σε σχόλιο της η Ανδριανή –Άννα Μητροπούλου, δικηγόρος τ. Νομικός Σύμβουλος της ΠΑΣΕΓΕΣ, αναφέρεται στα απόσπασμα της Δικαστικής Απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία η ευθύνη των μελών των αγροτικών συνεταιρισμών για οφειλές του συνεταιρισμού τους προς τρίτους είναι επικουρική και περιορισμένη. Οι άνω αξιώσεις των τρίτων από την επικουρική ευθύνη των μελών παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν.

Με το άρθρο 10 παρ.1,2 και 3 του ν.4673/2020 «Αγροτικοί Συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις» ορίζονται τα ακόλουθα :

« 1. Η ευθύνη των μελών του ΑΣ για τις υποχρεώσεις του προς τρίτους είναι επικουρική και περιορίζεται μέχρι του ορίου που ορίζει το καταστατικό. Η έκταση της ευθύνης αυτής ορίζεται από το καταστατικό, ως τουλάχιστον ίση με το ποσό της υποχρεωτικής μερίδας. 2. Τα μέλη έχουν την ευθύνη της παραγράφου 1 και μετά την έξοδό τους από τον ΑΣ, για υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν όταν ήταν μέλη ή για προηγούμενες υποχρεώσεις, τις οποίες αποδέχθηκαν με την εγγραφή τους.  3. Αξιώσεις τρίτων από την ευθύνη των μελών του ΑΣ κατά τις παραγράφους 1 και 2, παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας, από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν.».

Το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την 1610/2022 απόφασή του, ερμηνεύοντας την άνω διάταξη  δέχθηκε ότι,  η ευθύνη των μελών των αγροτικών συνεταιρισμών για οφειλές του συνεταιρισμού τους προς τρίτους, όπως άλλωστε ορίζεται ρητά στο άρθρο 10 του ν.4673/2020 (αλλά και στους προγενέστερους νόμους) είναι επικουρική. Αυτό σημαίνει ότι οι δανειστές του συνεταιρισμού, έχουν υποχρέωση, για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, να στραφούν πρώτα κατά του συνεταιρισμού και εφόσον δεν ικανοποιηθούν από την συνεταιριστική περιουσία, τότε στρέφονται κατά των μελών. Η ευθύνη των μελών είναι περιορισμένη, που σημαίνει ότι τα μέλη ευθύνονται μέχρι τους ύψους του ποσού, που αναφέρεται στην σχετική καταστατική διάταξη, και η  οποία, σύμφωνα με τον νόμο, εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι την αξία της υποχρεωτικής μερίδας. Σε πολλά καταστατικά αγροτικών συνεταιρισμών συναντάμε καταστατικές διατάξεις με σημαντικά μεγαλύτερη έκταση ευθύνης. Λόγοι αξιοπιστίας των συνεταιρισμών, για τις συναλλαγές τους,  επιβάλουν πολλές φορές μια τέτοια ρύθμιση.

Οι άνω αξιώσεις των τρίτων από την επικουρική ευθύνη των μελών παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν. Η παραγραφή αυτή, που έχει τεθεί χάριν των μελών, είναι ανεξάρτητη από την παραγραφή, που ισχύει για το νομικό πρόσωπο του συνεταιρισμού, στην περίπτωση που το χρέος του συνεταιρισμού έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη  δικαστική απόφαση, οπότε  η αξίωση του τρίτου παραγράφεται με την πάροδο της εικοσαετίας. Αυτό σημαίνει ότι η παραγραφή έναντι του μέλους δεν μεταπίπτει στην εικοσαετή παραγραφή, που ορίζει το άρθρο 268 Α.Κ,  εκτός αν  το χρέος του συνεταιρισμού, βεβαιώθηκε σε βάρος του μέλους με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εντός όμως της πενταετίας.

 

Παραθέτουμε απόσπασμα της Δικαστικής Απόφασης.

Το ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή κ. Μαρία Κουκουδέα…………………

………………Από τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 4673/2020 «Αγροτικοί Συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις» προκύπτει ότι οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί είναι αυτόνομες εθελοντικές ενώσεις προσώπων, οι οποίες συγκροτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και επιδιώκουν την οικονομική ανάπτυξη και προαγωγή των μελών τους, μέσω μιας συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης αγροτικής συνεταιριστικής επιχείρησης, έχουν τη μορφή του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου καθώς και την εμπορική ιδιότητα, ενώ αναπτύσσουν κάθε είδους δραστηριότητα για την επίτευξη των σκοπών τους στο πλαίσιο του νόμου και του καταστατικού τους. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται στον ως άνω νόμο, εφαρμόζονται για τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς συμπληρωματικά και αναλογικά οι διατάξεις του ν. 4548/2018 για τις Ανώνυμης Εταιρίες και του Αστικού Κώδικα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του ως άνω νόμου, η ευθύνη των μελών του Αγροτικού Συνεταιρισμού για τις υποχρεώσεις του προς τρίτους είναι επικουρική και περιορίζεται μέχρι του ορίου που ορίζει το καταστατικό. Η έκταση της ευθύνης αυτής ορίζεται από το καταστατικό, ως τουλάχιστον ίση με το ποσό της υποχρεωτικής μερίδας. Τα μέλη έχουν την ευθύνη της παραγράφου 1 και μετά την έξοδό τους από τον ΑΣ, για υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν όταν ήταν μέλη ή για προηγούμενες υποχρεώσεις, τις οποίες αποδέχθηκαν με την εγγραφή τους. Αξιώσεις τρίτων από την ευθύνη των μελών του ΑΣ κατά τις παραγράφους  1  και  2, παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας, από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν. Η ευθύνη των μελών παύει οπωσδήποτε μετά την πάροδο ενός (1) έτους από το πέρας της πτώχευσης ή της εκκαθάρισης του ΑΣ, εκτός αν εντός του έτους έχει ασκηθεί εναντίον τους αγωγή. Σε αντίθεση προς την ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου ομόρρυθμης εταιρίας καθιερώνεται με τον ως άνω νόμο σε  βάρος  του  μέλους του Αγροτικού Συνεταιρισμού αντίστοιχη προς το νομικό πρόσωπο υποχρέωση, πλην όμως αυτή εξαρτάται από όρους, δηλαδή καθιερώνεται ως επικουρική. Με άλλα λόγια το ως άνω ουσιαστικό δίκαιο εξαρτά την επέλευση ορισμένης έννομης συνέπειας (καθίδρυση ατομικής υποχρέωσης του μέλους) αφενός από την ύπαρξη απαίτησης σε βάρος του νομικού προσώπου του Αγροτικού Συνεταιρισμού, δηλαδή την ύπαρξη της οφειλής του Συνεταιρισμού, αφετέρου από τη συνδρομή πρόσθετων προϋποθέσεων σε βάρος του μέλους. Αποτέλεσμα της ως άνω επικουρικής ευθύνης των μελών του Αγροτικού Συνεταιρισμού είναι το ότι το αποτέλεσμα δίκης μεταξύ του νομικού προσώπου του Συνεταιρισμού και τρίτου καταλαμβάνει μεν την πρώτη ως άνω προϋπόθεση, δηλαδή την εταιρική υποχρέωση, δεν εκτείνεται όμως και στη δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή στην συνδρομή πρόσθετων προϋποθέσεων στο πρόσωπο του μέλους. Έτσι, σε περίπτωση ύπαρξης δεύτερης δίκης μεταξύ τρίτου και μέλους του Συνεταιρισμού, δημιουργείται μεταξύ των δύο δικών σχέση προδικαστικότητας, αλλά όχι ταυτότητας. Η προδικαστικότητα ενεργοποιεί τη θετική λειτουργία του δεδικασμένου και δεσμεύει κάθε επόμενο δικαστήριο που οφείλει «να οικοδομήσει την απόφασή του υποχρεωτικά στην πρώτη», με την έννοια ότι στη δεύτερη δίκη που θα διεξαχθεί κατά του μέλους του Συνεταιρισμού, το δικαστήριο δεν δικαιούται να αποκλίνει από την υφιστάμενη τελεσίδικη διάγνωση, ως προς την εταιρική υποχρέωση. Θα ερευνήσει, ωστόσο, το μη κριθέν στην πρώτη δίκη ζήτημα, αν δηλαδή συντρέχουν στο πρόσωπο του μέλους οι προϋποθέσεις, οι οποίες εγκαθιδρύουν και την δική του ευθύνη.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α΄ του ΑΚ: «κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθεαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή». Η θεσμοθέτηση της διάταξης αυτής προς το συμφέρον της έννομης τάξης, στο οποίο αποβλέπει και ο θεσμός της παραγραφής γενικότερα, υπαγορεύθηκε από το ότι, μετά τη βεβαίωση της αξίωσης με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα αμφισβήτησής της ούτε δυσχέρεια στην απόδειξή της, που με την πάροδο του χρόνου, λόγω εξασθένησης των αποδεικτικών μέσων, δημιουργεί αβεβαιότητα, καθιστώντας την απονομή της δικαιοσύνης προβληματική και επισφαλή. Διότι, μετά την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης ή τη βεβαίωση με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό για την απαίτηση παύει να υφίσταται η ανάγκη αποφυγής των προαναφερόμενων δυσμενών για την απονομή της δικαιοσύνης συνεπειών, η οποία (ανάγκη) αποτελεί και το λόγο για τον οποίο καθιερώθηκαν οι διάφορες βραχυχρόνιες παραγραφές (ΟλΑΠ 30/1987, ΑΠ 610/1976 ΤΝΠ-Νόμος).

Περαιτέρω, όσον αφορά την ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη εταιρία έχει κριθεί ότι στη ρύθμιση του άρθρου 268 του ΑΚ εμπίπτουν και οι απαιτήσεις κατά ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας, οι οποίες προ της παρόδου πενταετίας από τη λύση της εταιρίας έχουν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση σε βάρος των εις ολόκληρον ευθυνόμενων ομόρρυθμων εταίρων-μη εκκαθαριστών (άρθρο 22 ΕμπΝ), οπότε δεν ισχύει έναντι αυτών ή των κληρονόμων τους η βραχυπρόθεσμη (5ετής) παραγραφή του άρθρου 64 του ΕμπΝ, αλλά η εικοσαετής παραγραφή. Και τούτο, ενόψει του ότι ναι μεν η θεσπιζόμενη χάριν των ομόρρυθμων εταίρων ειδική πενταετής παραγραφή του άρθρου 64 του ΕμπΝ ισχύει ανεξάρτητα από την παραγραφή έναντι της εταιρίας και δεν μεταπίπτει σε εικοσαετή κατά την ΑΚ 268 έναντι του ομόρρυθμου εταίρου με μόνη την έκδοση εναντίον της εταιρείας τελεσίδικης δικαστικής απόφασης για το εταιρικό χρέος (ΟλΑΠ 889/1983 ΤΝΠ-Νόμος), ωστόσο από τη βεβαίωση του εταιρικού χρέους, πριν από την πάροδο της εν λόγω πενταετίας, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση σε βάρος των ομόρρυθμων εταίρων προσωπικά, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ΕμπΝ δεν συντρέχει πλέον αποχρών λόγος μη ισχύος και έναντι αυτών της εικοσαετούς παραγραφής του άρθρου 268 του ΑΚ, εφόσον έχει παύσει έτσι να υφίσταται η ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των εταιρικών χρεών, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης του άρθρου 64 του ΕμπΝ, χάριν μετριασμού της απεριόριστης και εις ολόκληρον ευθύνης των ομόρρυθμων εταίρων (ΑΠ 32/2010 ΤΝΠ-Νόμος). Όμοια σε λειτουργία με την ως άνω ρύθμιση του άρθρου 64 του ΕμπΝ είναι και η διάταξη του άρθρου 10 § 3 του ν. 4673/2020 που προαναφέρθηκε, η οποία  προβλέπει  ότι  αξιώσεις  τρίτων  από  την  ευθύνη  των  μελών  του  Αγροτικού Συνεταιρισμού κατά τις παραγράφους  1 και 2, παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας, από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και με τον τρόπο αυτό μετριάζεται η ευθύνη των μελών του Αγροτικού Συνεταιρισμού, η οποία σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι περιορισμένη σε σχέση με την ευθύνη των ομορρύθμων εταίρων, αφού αυτή είναι επικουρική και όχι εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Συνεπώς, και στην περίπτωση του άρθρου  10 § 3 του ν. 4673/2020 πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ρυθμιζόμενη εδώ χάριν των μελών του Αγροτικού Συνεταιρισμού παραγραφή ισχύει ανεξάρτητα από την παραγραφή έναντι του νομικού προσώπου του Συνεταιρισμού και δεν μεταπίπτει σε εικοσαετή, κατά τη διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ έναντι του μέλους του Συνεταιρισμού, με μόνη την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης σε βάρος του Συνεταιρισμού για το δικό του χρέος, εκτός εάν εντός της πενταετίας αυτής βεβαιώθηκε το χρέος του Συνεταιρισμού με τελεσίδικη απόφαση και σε βάρος των μελών αυτού. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραπάνω αναφερθέντων προκύπτει ότι το δεδικασμένο που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση που έκρινε οφειλή του νομικού προσώπου του Συνεταιρισμού έναντι τρίτου, καλύπτεται καταρχήν μόνο η ύπαρξη του χρέους αυτού. Στην περίπτωση που ο τρίτος δεν είχε στραφεί εξ αρχής και κατά των μελών του Συνεταιρισμού και έχει εκτελεστό τίτλο στα χέρια του μόνο σε βάρος του Συνεταιρισμού, μπορεί μεν αυτός να ζητήσει την  εκτέλεση  του  εκτελεστού αυτού τίτλου σε βάρος των μελών του Συνεταιρισμού, πλην όμως αυτοί, ασκώντας ανακοπή κατά της εκτέλεσης, μπορούν να αμφισβητήσουν όχι βέβαια την ύπαρξη του χρέους του Συνεταιρισμού, που καλύπτεται από το δεδικασμένο της απόφασης που αποτελεί τον εκτελεστό  τίτλο,  αλλά  τις ειδικότερες προϋποθέσεις ως προς την ευθύνη τους ως μέλη του Συνεταιρισμού, τέτοια δε προϋπόθεση, πέραν της περιορισμένης κατά ποσό ευθύνης αυτών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο καταστατικό του Συνεταιρισμού, είναι και η προϋπόθεση ότι η αξίωση του τρίτου έναντι των μελών του Συνεταιρισμού δεν έχει υποπέσει στην ως άνω ειδική πενταετή παραγραφή, προϋπόθεση που θα κριθεί πέρα και ανεξάρτητα από την παραγραφή της αξίωσης του τρίτου έναντι του νομικού προσώπου του Συνεταιρισμού.

Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι η απαίτηση του καθ’ ου η ανακοπή σε βάρος τους, που επιδικάστηκε σ’ αυτόν ως χρέος του Αγροτικού Συνεταιρισμού ………………………….. του οποίου αυτοί τυγχάνουν μέλη, με τη με αριθμό 8/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, έχει υποπέσει στην ειδική πενταετή παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 10 § 3 του ν. 4673/2020 «Αγροτικοί Συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις», η οποία προβλέπει ότι οι αξιώσεις τρίτων από την ευθύνη των μελών του Αγροτικού Συνεταιρισμού κατά τις παραγράφους 1 και 2, παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν, καθόσον η απαίτηση του καθ’ ου η ανακοπή γεννήθηκε το αργότερο μέσα στο έτος 2012, επομένως ο χρόνος παραγραφής άρχιζε την 1.1.2013 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2017, ενώ ο καθ’ ου η ανακοπή ήγειρε σε βάρος τους την αξίωση για είσπραξη της απαίτησης που του επιδικάστηκε σε βάρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού, του οποίου αυτοί είναι μέλη, και υπό αυτή τους την ιδιότητα το πρώτον στις 10.9.2020, με την επίδοση σ’ αυτούς των ανακοπτόμενων επιταγών προς πληρωμή. Με το ως άνω περιεχόμενο, η ως άνω ένσταση των ανακοπτόντων περί παραγραφής της αξίωσης του καθ’ ου η ανακοπή εναντίον τους είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα παρακάτω: Ο ανακόπτων άσκησε κατά του Αγροτικού Συνεταιρισμού ………………….. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σερρών τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1324/11.12.2012 αγωγή του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου Συνεταιρισμού η με αριθμό 102/2013 απόφαση του ως άνω Ειρηνοδικείου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο Συνεταιρισμό να καταβάλει τον ενάγοντα και νυν καθ’ ου η ανακοπή το συνολικό ποσό των 12.300 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ύστερα από την άσκηση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ 62/2014 έφεσης του Συνεταιρισμού εκδόθηκε η με αριθμό 8/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, η οποία επίσης υποχρέωσε τον εναγόμενο Συνεταιρισμό να καταβάλει στον ενάγοντα το ως άνω ποσό των 12.300 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Την 10.9.2020 ο ενάγων και ήδη καθ’ ου η ανακοπή επέδωσε σε καθένα των ανακοπτόντων, ως μελών του εναγομένου Συνεταιρισμού, την από 1.9.2020 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω τελεσίδικης απόφασης, καλώντας τους να καταβάλουν, ο καθένας από αυτούς, το ποσό των 4.967,51 ευρώ. Ωστόσο, ο καθ’ ου η ανακοπή ουδέποτε ενήργησε μέχρι την 1.9.2020 οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια εναντίον των ανακοπτόντων ατομικά. Ειδικότερα, ο καθ’ ου η ανακοπή ουδόλως επικαλείται ότι επέδωσε έστω και εξώδικη όχληση προς τους ανακόπτοντες σε χρόνο προγενέστερο. Επομένως,        σύμφωνα με όσα σχετικά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον η αξίωση του ενάγοντος – καθ’ ου η ανακοπή έναντι του νομικού προσώπου του ως άνω Αγροτικού Συνεταιρισμού γεννήθηκε εντός του έτους του 2012, η κατά τη διάταξη του άρθρου 10 § 3 του ν. 4653/2020 ειδική πενταετής παραγραφή της αξίωσή του σε βάρος ανακοπτόντων, ως μελών του ως άνω Συνεταιρισμού, άρχισε την 1.1.2013 και έληξε την 31.12.2017.

Εφόσον, όμως, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο καθ’ ου η ανακοπή ουδέποτε όχλησε τους ανακόπτοντες για την ως άνω οφειλή τους μέχρι και την 31.12.2017, η αξίωσή του εναντίον τους, ανεξάρτητα από την αξίωσή του εναντίον του νομικού προσώπου του Αγροτικού Συνεταιρισμού, έχει υποπέσει σε παραγραφή. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος της κρινόμενης ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου – καθ’ ου η ανακοπή ότι η ως άνω ένσταση παραγραφής που προτείνουν οι ανακόπτοντες είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι καλύπτεται από το δεδικασμένο της ως άνω τελεσίδικης δικαστικής απόφασης – εκτελεστού τίτλου σε βάρος του νομικού προσώπου του Συνεταιρισμού, του οποίου οι ανακόπτοντες τυγχάνουν μέλη, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 329, 330 και 933 § 3 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην προηγούμενη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθότι το δεδικασμένο της ως άνω τελεσίδικης απόφασης καλύπτει μεν την ύπαρξη της απαίτησης του επισπεύδοντος την εκτέλεση έναντι του εναγομένου νομικού προσώπου του Αγροτικού Συνεταιρισμού, όχι όμως και την ύπαρξη της απαίτησης αυτού κατά των μελών αυτού, αφού οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη της απαίτησης αυτής κρίνονται παραδεκτά το πρώτον από το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή των ανακοπτόντων μελών του Συνεταιρισμού κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους και στην προκείμενη περίπτωση κρίνεται ότι δεν συντρέχουν, καθότι η αξίωση του ανακόπτοντος κατά των μελών του Συνεταιρισμού έχει υποπέσει στην ειδική πενταετή παραγραφή του άρθρου 10 § 3 του ν. 4673/2020.

ΠΗΓΗ: ΚΕΟΣΟΕ

Σχετικά Άρθρα

REPORTS

Το The Top 50 παρουσιάζει τις 50 ετικέτες κρασιών που ξεχώρισε το 2024, η συντακτική ομάδα του Wine Trails. Η έμπειρη ομάδα του Wine...

REPORTS

Η ετικέτα Cabernet Sauvignon Puente Alto εσοδείας 2021 από την χιλιανή Vina Don Melchor, βρέθηκε στην κορυφή της λίστας των 100 καλύτερων κρασιών του...

REPORTS

Η Βουργουνδία βρίσκεται σε «ευνοϊκή θέση» με θετική ανάπτυξη τόσο στη γαλλική όσο και στην εξαγωγική αγορά, παρά τη χαμηλή απόδοση της εσοδείας 2024,...

REPORTS

Οι έντονες βροχοπτώσεις, οι σφοδρές χαλαζοθύελλες και οι παγετοί συνέβαλαν στη συρρίκνωση των αποδόσεων για πολλούς οινοπαραγωγούς του Chablis το 2024, αν και η...

Διαβάστε επίσης

REPORTS

Συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες θα πουν την Τρίτη 12 Νοεμβρίου το «ύστατο χαίρε» στον Γιάννη Μπουτάρη, που πέθανε σε ηλικία 82 χρόνων το βράδυ...

REPORTS

Εξεπλάγησαν ευχάριστα οι 15 Γερμανοί σομελιέ και επαγγελματίες του οίνου από την δυναμικότητα και την ποικιλομορφία των terroir της Πελοποννήσου, καθώς μέσα από τις...

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου θα διεξαχθεί το συνέδριο με θέμα « Η άμπελος και ο οίνος στις Ελληνογαλλικές σχέσεις: 2600 έτη αμοιβαίων επιδράσεων» υπό...

REPORTS

Γιατί ευνοούνται οι αμπελουργικές ζώνες Αμυνταίου και Μαντινείας, έναντι της Σαντορίνης; Υπερέχουν οι γηγενείς ποικιλίες, σε σχέση με τις ξενικές; Πώς επηρεάζει η πρωίμιση...