Ο Λίβανος βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της θάλασσας της Μεσογείου και συνορεύει με τη Συρία και το Ισραήλ. Σήμερα, η δυτική οινική περιοχή Bekaa Valley αποτελεί τη καρδιά του λιβανέζικου κρασιού, ενώ εδρεύει περίπου 30 μίλια ανατολικά της Βηρυτού.
Το 2020, ο Λίβανος υπέστη σημαντική οικονομική κρίση που προκλήθηκε από τον αντίκτυπο της κρίσης covid-19 αλλά και από μια έκρηξη που συνέβη στις 4 Αυγούστου του 2020 στο λιμάνι της Βηρυτού και σκότωσε πάνω από 200 ανθρώπους και τραυμάτισε πάνω από 6000.
Παρ όλους τους δύσκολους καιρούς, τα λιβανέζικα κρασιά τα τελευταία χρόνια έχουν βιώσει κάτι περισσότερο από αναγέννηση. Από το 1996 μέχρι το 2020, ο αριθμός των οινοποιείων αυξήθηκε από 40, στα περίπου 80.
«Είναι πολύ καλοί καιροί για το λιβανέζικο κρασί», διηγείται ο Michael Karam, συγγραφέας του Wines of Lebanon και συνεργάτης στο ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με την επωνυμία Wine and War. «Είναι δυστυχές που οι Λιβανέζοι πρέπει να αντιμετωπίσουν τη διπλή αυτή ατυχία της πανδημίας, του υπερπληθωρισμού και της πολιτικής αστάθειας.»
Στην αρχή…
Η οινοποιητική ιστορία του Λιβάνου ξεκινά 7000 χρόνια πριν, με απόδειξη έναν φαντασμαγορικό ναό αφιερωμένο στον Διόνυσο στην Bekaa Valley που χρονολογείται από τον 2 ο αιώνα και σηματοδοτεί τη σημασία που είχε από τότε το κρασί σε αυτή τη μεριά του κόσμου.
Ευρήματα αποδεικνύουν ότι ανάμεσα από το 2700 π.Χ. και 300 π.Χ., οι Φοίνικες, εξάπλωσαν την αμπελοκαλλιέργεια κατά μήκος της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένου του Λιβάνου.
Πολύ αργότερα, το 1857, οι Γάλλοι μοναχοί Ιησουίτες φύτεψαν τα αμπέλια του Cinsault στην Bekaa Valley, εκεί που είναι τώρα το διάσημο Chateau Ksara. Η παρουσία των Γάλλων στο Λίβανο ανάμεσα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους εγκαθίδρυσε την οινική κουλτούρα στη χώρα. Αργότερα, στην αρχή του δεκαπενταετή εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο, που ξέσπασε το 1975 και κράτησε μέχρι το 1990, υπήρχαν μόνο έξι οινοποιεία που ήταν ενεργά και εμπορικά, ανάμεσα σε αυτά το σημερινό παγκοσμίως γνωστό, Chateau Musar.
Οι κλιματολογικές συνθήκες του Λιβάνου, ευνοικές για την αμπελοκαλλιέργεια
Το κλίμα είναι ξηρό, με μεγάλη ηλιοφάνεια, ενώ το τοπίο είναι ιδανικό για την καλλιέργεια σταφυλιού. Τα βουνά που περιβάλλουν τα μεγάλου υψομέτρου αμπέλια στην Bekaa Valley τους παρέχουν προστασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποια αμπέλια καλλιεργούνται σε πάνω από 3000 πόδια υψόμετρο! Το μεγάλο υψόμετρο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο εκτός από την Bekaa Valley και στους λόφους της οινικής περιοχής Jezzine, στο νότο. Στο Batroun, μια αμπελοοινική περιοχή βόρεια της Βηρυττού, οι αμπελώνες βρέχονται από τη Μεσόγειο θάλασσα.
Η γαλλική επιρροή είναι παρούσα στη λιβανέζικη οινοποίηση με κυρίαρχες τις γαλλικές ποικιλίες που έφτασαν στη χώρα μέσω των γαλλικών αποικιών στην Αλγερία που ενισχύθηκαν από την γαλλική τεχνογνωσία σε τεχνικές οινοποίησης. Παραδείγματος χάριν το Syrah, Grenache, Mourvèdre και Carignan συναντούνται συχνά, μαζί με τις μπορντολέζικες ποικιλίες Cabernet Sauvignon, Merlot, Cabernet Franc και Petit Verdot. Ανάμεσα στις πιο ιστορικές φυτεύσεις όσον αφορά τα ερυθρά όμως βρίσκεται η ποικιλία Cinsault.
Τα λιβανέζικα ερυθρά κρασιά είναι συνήθως πολύ έντονα, με νότες μπαχαρικών από την Μέση ανατολή, όπως είναι το κύμινο. Οι τανίνες είναι τόσο παρούσες που επιτρέπουν στα κρασιά να παλαιώσουν για χρόνια.
Μιλώντας για λευκές ποικιλίες, ο Λίβανος παράγει Chardonnay, Viognier, Sémillon και Sauvignon Blanc. Οι τοπικές ποικιλίες Merwah και Obeideh όμως είναι αυτές που προτιμούν πολλοί παραγωγοί. Λόγω της εντοπιότητας, είναι φυσικό να υπάρχουν παλιά αμπέλια από αυτές τις δύο ποικιλίες και μάλιστα παραδείγματα τέτοιου αμπελώνα βρίσκονται σε 4.921 πόδια υψόμετρο, με το οινοποιείο Domaine des Tourelles να προκαλεί εντύπωση με τις οινοποιήσεις σταφυλιών από αμπελώνα που δεν κλαδεύεται εδώ και έναν αιώνα!
Παραδοσιακά, οι δύο αυτές τοπικές ποικιλίες χρησιμοποιούνται για να παραχθεί το ιστορικό ποτό Arack, στο οποίο προστίθεται γλυκόριζα και για το λόγο αυτό θυμίζει το ούζο.
Σύγχρονες προκλήσεις και προβληματικές για το λιβανέζικο κρασί
Ανάμεσα στις δυσκολίες της οινοποίησης στον Λίβανο σήμερα, αποτελεί η πτώση του λιβανέζικου νομίσματος πέρυσι κατά 80%, με πολλούς πολίτες να μην έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε ανάληψη χρημάτων από τις τοπικές τράπεζες. Αυτή η κατάσταση άφησε τους οινοποιούς με δυσκολίες, με αποτέλεσμα να στηρίζονται στην Ευρώπη για τις προμήθειες υλικών οινοποίησης.
Επιπροσθέτως, η συγκυρία αυτή ώθησε τους παραγωγούς στο να στηριχθούν στις εξαγωγές ενώ αργότερα η έλευση της κρίσης Covid 19 δυσκόλεψε ακόμα πιο πολύ την οικονομική κατάσταση της λιβανέζικης οινικής παραγωγής.
Ο Λίβανος σήμερα παράγει περίπου 10.5 εκατομμύρια φιάλες και εξάγει περίπου 50% από αυτές ετησίως.
Με στοιχεία από winemag.com