του Ντίνου Στεργίδη
Σε μία από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας «Πλαγίως» (Sideways, 2004) βλέπουμε τον οινόφιλο πρωταγωνιστή που υποδύεται ο Πολ Τζιαμάτι να κάθεται σε ένα ταχυφαγείο της Καλιφόρνιας και να πίνει, μόνος κι έρημος και σε πλαστικό ποτήρι αναψυκτικού, ένα Château Cheval Blanc 1961 (κρασί που κοστίζει γύρω στα 5.000€) τρώγοντας ένα χάμπουργκερ. Δεν είναι σαφές αν κλαίει τη μοίρα του από ερωτική απογοήτευση ή αν γιορτάζει την απαρχή μιας νέας σχέσης, το αποτέλεσμα ωστόσο για τον θεατή είναι η πλήρης απομυθοποίηση της έννοιας του ακριβού κρασιού και η αποδόμηση της ίδιας της γευσιγνωσίας.
Το ότι κανένα μπουκάλι κρασί δεν μπορεί να αξίζει 1.000€, πόσο μάλλον 5.000€, είναι κάτι που το πιστεύει ο περισσότερος κόσμος. Ο Τζιαμάτι θα μπορούσε κάλλιστα να συνοδέψει το μπιφτέκι του με ένα ευχάριστο Ζίνφαντελ των 15$ και με τα υπόλοιπα χρήματα να αγόραζε κάτι «χρήσιμο». Αυτό λέει η λογική.
Ομως, όπως συμβαίνει και στον χώρο της τέχνης, στον κύκλο των φανατικών οινόφιλων «λογική», όπως την αντιλαμβάνεται ο περισσότερος κόσμος, δεν υπάρχει. Οι φιάλες των 1.000€ όχι μόνο δεν σπανίζουν, αλλά γίνονται και ανάρπαστες μόλις κυκλοφορήσουν. Αξίζουν τα λεφτά τους; Είναι το αιώνιο υπαρξιακό ερώτημα όλων όσων ασχολούνται με το κρασί, είτε είναι παραγωγοί είτε καταναλωτές. Η απάντηση είναι σχετικά απλή: τα αξίζουν αν ξέρεις τι πίνεις. Ποιος, γιατί και πώς έφτιαξε το κρασί και, πάνω απ’ όλα, αν η «αλήθεια» βρίσκεται μέσα στο ποτήρι.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα ένα κόκκινο κρασί από τη Napa Valley της Καλιφόρνιας για το οποίο γίνεται πολύ συζήτηση το τελευταίο διάστημα. Πρόκειται για το Promontory, από το ομώνυμο οινοποιείο ιδιοκτησίας Bill και Will Harlan (πατέρας και υιός). Στην Ελλάδα όποιος αποφασίσει την επένδυση θα το βρεί αν είναι τυχερός από την εσοδεία του 2017 προς 1.316,88€ τη φιάλη.
Είχα την ευκαιρία να το δοκιμάσω φέτος το καλοκαίρι όταν επισκέφθηκα το συγκεκριμένο οινοποιείο, όπου η εσοδεία του 2016 πωλείται επιτόπου προς 950$. Πόσο καλό είναι; Απίστευτα καλό. Εξαιρετικό, μοναδικό, ασύγκριτο. Δοκιμάζοντάς το, ξεμένεις από επίθετα για να το περιγράψεις. Ομως, όσο καλό κι αν είναι στη γεύση, είναι αδύνατον να δικαιολογήσεις στον εαυτό σου την αγορά του, αν ταυτόχρονα δεν έχεις ενστερνιστεί το αφήγημά του. Πως, δηλαδή, ο ήδη διάσημος οινοποιός Μπιλ Χάρλαν ανακάλυψε τη δεκαετία του ’80, από ένα βραχώδες ακρωτήριο (promontory) της οροσειράς Mayacamas, μία έκταση γης που αμέσως τον ενέπνευσε ότι θα γινόταν αμπελώνας, πως του πήρε είκοσι χρόνια για να αγοράσει 3.500 στρέμματα, πως εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι το κτήμα διαπερνά μία φλέβα μεταμορφωσιγενούς πετρώματος (που επέβαλλε διαφορετική διαχείριση της οινοποίησης), πως χτίστηκε το φουτουριστικό οινοποιείο ειδικά για το κτήμα αυτό, πως το όλο εγχείρημα εντάσσεται στο πλαίσιο ενός σχεδίου 200 χρόνων ανάπτυξης των Harlan Estates.
Ναι, η ομορφιά του τοπίου, η ορυκτότητα του υπεδάφους, η άκρα τελειότης του καρπού των πρέμνων καμπερνέ σοβινιόν, η αρχιτεκτονική του οινοποιείου, η σπανιότης του κρασιού, ακόμα και η υποδοχή του επισκέπτη με σαμπάνια Dom Perignon 2012 στις 10 το πρωί, όλα συνυπάρχουν σε ένα ποτήρι Promontory, κάθε γουλιά του οποίου σε ταξιδεύει όπου θέλεις να πας. Η πρόκληση τώρα είναι με ποιά παρέα να ανοίξω τη φιάλη με την οποία επέστρεψα στην Ελλάδα.
ΠΗΓΗ: newmoney.gr