Οι επαγγελματικοί φορείς, με την υποστήριξη της Ένωσης Ξενοδοχειακών Επαγγελμάτων (Umih), είχαν εκφράσει έντονες ανησυχίες για μια επικείμενη «φορολογική καταιγίδα» που απειλούσε έναν ήδη εύθραυστο κλάδο. Από τις δεκάδες προτεινόμενες τροπολογίες, τελικά εγκρίθηκε μόνο μία: η επιβολή φόρου στα έτοιμα ανάμεικτα αλκοολούχα ποτά (premix).
Ειδικότερα, περίπου είκοσι προτάσεις είχαν τεθεί στο τραπέζι, όπως η κατάργηση του ανώτατου ορίου στις ετήσιες αυξήσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης, η επέκταση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σε όλα τα ποτά, η επιβολή φόρου 3% στις διαφημιστικές δαπάνες του αλκοόλ, καθώς και η καθιέρωση ελάχιστης τιμής πώλησης 0,60 ευρώ ανά εκατοστόλιτρο καθαρής αλκοόλης. Οι οργανώσεις δημόσιας υγείας υποστήριξαν ότι τα μέτρα αυτά θα προστάτευαν τους νέους καταναλωτές, ωστόσο οι επαγγελματίες του κλάδου τα χαρακτήρισαν αποκομμένα από την οικονομική πραγματικότητα και επικίνδυνα για τη βιωσιμότητα χιλιάδων επιχειρήσεων.
Επιπλέον, ο Jean-Pierre Cointreau, πρόεδρος της Maison des Vins & Spiritueux, κατηγόρησε τις προτάσεις για «αυτόματη αύξηση φόρων χωρίς επαφή με την αγορά». Όπως τόνισε, οι επιχειρήσεις προσπαθούν ακόμα να ανακάμψουν από τα αυξημένα κόστη ενέργειας, πρώτων υλών, ενοικίων και μισθών. «Μια μικρή αύξηση στην τιμή ενός ποτηριού μπορεί να καθορίσει αν ένα μαγαζί θα επιβιώσει ή θα κλείσει», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η γαλλική φορολογία στα οινοπνευματώδη είναι ήδη από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ένα μπουκάλι ποτού 18 ευρώ φορολογείται κατά 72%, με πάνω από 13 ευρώ να καταλήγουν στο κράτος. Παρότι οι φόροι αυτοί υποτίθεται ότι περιορίζουν την υπερκατανάλωση, στοιχεία από Σκωτία, Πορτογαλία και Βέλγιο δείχνουν πως τέτοια μέτρα συχνά πλήττουν τα μπαρ, τα εστιατόρια και οδηγούν σε διασυνοριακές αγορές, χωρίς να μειώνουν ουσιαστικά την κατανάλωση.
Την ίδια ώρα, ο κλάδος δοκιμάζεται από τη συνεχιζόμενη ύφεση. Η κατανάλωση αλκοόλ στη Γαλλία έχει μειωθεί κατά 60% τα τελευταία εξήντα χρόνια και εξακολουθεί να υποχωρεί 4-5% ετησίως. Οι εξαγωγές, που αντιστοιχούν σε πάνω από το ήμισυ του τζίρου, υποχώρησαν φέτος 5% σε αξία και 3% σε όγκο. Η αγορά της Κίνας έχει μειωθεί στο μισό, πλήττοντας σοβαρά τις πωλήσεις κονιάκ και αρμανιάκ, ενώ και οι αποστολές προς τις ΗΠΑ έχουν περιοριστεί κατά 50%. Η συνολική απώλεια εσόδων φτάνει τα 700 εκατ. ευρώ, επιβαρύνοντας έναν τομέα που παραμένει τρίτος σε πλεόνασμα για τη γαλλική οικονομία με 15 δισ. ευρώ.
Οι επαγγελματικές ενώσεις υπογραμμίζουν πως η εγχώρια σταθερότητα είναι προϋπόθεση για την εξαγωγική επιτυχία. Οι συνεχείς φορολογικές πιέσεις και οι περιορισμοί στην επικοινωνία δεν επιτρέπουν επενδύσεις και καινοτομία. Επιπλέον, προειδοποιούν για παράπλευρους κινδύνους από άλλες πολιτικές αποφάσεις, όπως ο διπλασιασμός του φόρου ψηφιακών υπηρεσιών (Gafam tax) από 3% σε 6%, που θα μπορούσε να προκαλέσει εμπορικά αντίμετρα από τις ΗΠΑ με πρώτο θύμα τα γαλλικά κρασιά και αποστάγματα.
Στη συνάντηση με την Υπουργό Γεωργίας Annie Genevart, οι εκπρόσωποι του κλάδου ζήτησαν να επανεξεταστεί η αύξηση του συγκεκριμένου φόρου, επισημαίνοντας ότι καμία άλλη χώρα δεν έχει ακολουθήσει ανάλογη στρατηγική απέναντι στις αμερικανικές ψηφιακές πλατφόρμες.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός και η πίεση από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής συμπιέζουν περαιτέρω τα περιθώρια κέρδους. Από την πανδημία, το κόστος του γυαλιού έχει αυξηθεί πάνω από 50%, ενώ οι πρώτες ύλες και οι μεταφορές παραμένουν ακριβές. Καθημερινά περίπου 25 επιχειρήσεις εστίασης κλείνουν στη Γαλλία, καθώς η κατανάλωση μειώνεται και τα έξοδα εκτοξεύονται.
Μάλιστα, ο Cointreau υπενθύμισε ότι ο τομέας του κρασιού και των αποσταγμάτων απασχολεί περισσότερους από 600.000 εργαζόμενους, από αμπελουργούς και υαλουργούς έως μεταφορείς, εμπόρους και εστιάτορες. «Η εξασθένηση του τομέα αυτού θα σήμαινε οικονομική αποψίλωση ολόκληρων περιοχών», προειδοποίησε.
Παρόλα αυτά, οι οργανώσεις τάχθηκαν υπέρ της φορολόγησης των premix ποτών, όπως τα ενεργειακά ποτά με βότκα ή ρούμι που συχνά απευθύνονται σε νεανικό κοινό λόγω της γλυκιάς τους γεύσης. Η ρύθμιση αυτή ήταν και η μοναδική που εγκρίθηκε, θεωρούμενη ως απαραίτητο μέτρο προστασίας των νέων από τη βαριά κατανάλωση.
Συνοψίζοντας, ο γαλλικός οινικός κόσμος γνωρίζει πως η μάχη δεν έχει τελειώσει. Οι επόμενες νομοθετικές κινήσεις θα κρίνουν εάν η Γαλλία θα επιλέξει να στηρίξει ένα από τα πιο εμβληματικά και εξαγώγιμα προϊόντα της ή αν θα το επιβαρύνει ακόμη περισσότερο στο όνομα της δημόσιας υγείας.
























