Το εγχείρημα βασίζεται σε ένα ιδιαίτερο στέλεχος μαγιάς, ικανό να ζυμώσει υπό εξαιρετικά αυστηρές συνθήκες, χαμηλές θερμοκρασίες, υψηλή πίεση και ελάχιστα σάκχαρα, παράγοντας μόνο απειροελάχιστες ποσότητες αλκοόλ.
Πιο συγκεκριμένα, το αρχικό κρασί προέρχεται από 90% Chardonnay και 10% Silvaner από τη Λα Μάντσα της Ισπανίας. Ωριμάζει για τρεις μήνες σε γαλλικά δρύινα βαρέλια πριν την αφαίρεση του αλκοόλ, η οποία γίνεται μέσω διπλής στήλης κενού ώστε να διατηρηθούν αρώματα και δομή.
Ακολούθως, το αποαλκοολωμένο κρασί εμπλουτίζεται με επιλεγμένη μαγιά Saccharomyces cerevisiae και φρέσκο μούστο, ενεργοποιώντας εκ νέου τη ζύμωση χωρίς να επιτρέπεται αύξηση αλκοόλης. Η διαδικασία αυτή επιτρέπει στη Bolle να προσεγγίσει με ακρίβεια τη λογική της παραδοσιακής méthode champenoise, σε μια κατηγορία όπου κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα θεωρούταν αδύνατο.
Παράλληλα, το τελικό Grand Reserve παραμένει πάνω στις οινολάσπες για εννέα μήνες, διάρκεια πρωτοφανής για μη αλκοολούχο αφρώδες. Σύμφωνα με την εταιρεία, αυτό προσφέρει κρεμώδη υφή, τόνους brioche και σημαντικό βάθος γεύσης, χωρίς προσθήκη τεχνητών αρωμάτων.
Τέλος, η παραγωγή περιορίζεται στις 4.000 φιάλες, οι οποίες διατίθενται προς το παρόν μόνο σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, με τιμή γύρω στα 57 ευρώ. Η Bolledrinks χαρακτηρίζει το εγχείρημα «σημαντικό βήμα για την premium κατηγορία των μη αλκοολούχων κρασιών» και προάγγελο της μελλοντικής εξέλιξής της.
























