Οι νεοαποκτηθέντες αμπελώνες της LVMH έρχονται να προστεθούν στις, ήδη, σημαντικές εκτάσεις της εταιρείας στην περιοχή της Βουργουνδίας, όπου κατέχει κτήματα «διαμάντια», όπως αυτά στην Corton Grand Cru, στην Pernard-Vergelesses και στην Romanee-Saint-Vivant Grand Cru.
Η Βουργουνδία, που ιστορικά αποτελείται από μικρούς, οικογενειακούς οίκους, φαίνεται να είναι σε μια μεταβατική περίοδο με όλο και περισσότερες μεγαλοεπιχειρήσεις να έρχονται στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενες την ανάγκη των πωλητών να απαλλαγούν από την υπερβολικά υψηλή φορολογία που ταλανίζει τους παραγωγούς της περιοχής. Άξιο αναφοράς είναι πως παρότι η κυριότητα των αμπελώνων πέρασε στην LVMH, η οικογένεια Poisot που πούλησε τα κτήματα στον γαλλικό κολοσσό θα συνεχίσει να τα διαχειρίζεται.
Η πώληση μόλις 13 στρεμμάτων έναντι 15,5 εκατομμυρίων ευρώ είναι ενδεικτική των παράλογων τιμών που επικρατούν στην περιοχή, με το γαλλικό μέσο Le Bien Public, να αναφέρει πως η αξία των εκτάσεων γης στην Βουργουνδία έχει φτάσει σε πρωτόγνωρα για την περιοχή υψηλά επίπεδα, λόγω του διεθνούς της κύρους και της σταδιακής μείωσης των διαθέσιμων προς αγορά κτημάτων, ωθώντας των ανταγωνισμό μεταξύ των επενδυτών.
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αμπελουργών της Βουργουνδίας (CAVB), Thiebaut Hubert, εξέφρασε τους προβληματισμούς του για την ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών των αμπελώνων της περιοχής, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι πλέον η αξία των κτημάτων είναι τελείως αποσυνδεδεμένη από την οικονομική πραγματικότητα της αμπελουργίας. Πράγματι, ένα τεμάχιο γης στην Βουργουνδία που άξιζε περίπου 100 χιλιάδες ευρώ πριν από μια δεκαετία, πλέον πωλείται για τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ, ποσό, φυσικά, απλησίαστο για τους μικρότερους παραγωγούς.
Παράλληλα με την είσοδο των μεγάλων εταιρειών στην οινοπαραγωγική δραστηριότητα της Βουργουνδίας, οι οικογενειακές επιχειρήσεις αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους αμπελώνες που καλλιεργούσαν επί γενεές, αφού την ραγδαία αύξηση των τιμών συνοδεύει μια αντίστοιχη άνοδος των φόρων κληρονομιάς. Έτσι η πώληση σε κολοσσούς, όπως η LVMH είναι μονόδρομος για την αποπληρωμή των οικονομικών τους υποχρεώσεων και για να μην χάσουν εξ ολοκλήρου τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της οικογένειας Poisot, που παρότι μέσω της συμφωνίας με την LVMH κατάφερε να διατηρήσει τα δικαιώματα διαχείρισης του αμπελώνα, αναγκάστηκε να πουλήσει τις εκτάσεις που της ανήκαν επί σειρά ετών, ελέω των μη βιώσιμων φόρων κληρονομιάς.
Την αγορά της LVMH επιτήρησε και το ελεγκτικό σώμα SAFER, που είναι υπεύθυνο για να διασφαλίσει ότι οι πωλήσεις κτημάτων γίνονται δίκαια και βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Μπορεί η ανάμειξη του SAFER να διασφαλίζει μεν την διαφάνεια των συναλλαγών, εντούτοις το σώμα δεν παίρνει μέτρα για την αντιμετώπιση των πιέσεων που ωθούν τις μικρές επιχειρήσεις εκτός Βουργουνδίας.
Η επέκταση της LVMH στη Βουργουνδία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δώσει ακόμα μεγαλύτερο κύρος στις πολυτελείς επωνυμίες οίνου της εταιρείας, όμως, είναι ενδεικτική της ευθείας απειλής της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής, που πάντα είχε στην «καρδιά» της την στενή σχέση του παραγωγού με το ιδιαίτερο terroir. Όπως αναφέρει και ο Hubert, οι παρούσες οικονομικές συνθήκες δεν δίνουν κίνητρο στις νεότερες γενιές να συνεχίσουν τις οικογενειακές δραστηριότητες στην περιοχή.
Πέρα από την πολιτιστική της κληρονομιά, η Βουργουνδία ενδεχομένως θα δει και την διεθνή της αναγνώριση να τίθεται υπό αμφισβήτηση, αφού σημαντικό μέρος της αξίας των οίνων της προέρχεται από το ιδιαίτερο terroir και την περιορισμένη παραγωγή που τα καθιστούν ανάρπαστα παγκοσμίως. Έτσι γεννάται το ερώτημα αν η Βουργουνδία θα διατηρήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των κρασιών της ή αν θα οδηγηθεί στην μαζική παραγωγή.
Με πληροφορίες από Vinetur