Παρατίθενται λοιπόν κάποια αποσπάσµατα µε ιδιαίτερο νόηµα:
«Ο Σύνδεσµος Ελληνικού Οίνου, τόνισε, δεν είναι κλειστή λέσχη. Αντιθέτως, είναι ένα ανοικτό εργαλείο συνένωσης και αντιπροσώπευσης όλου του ελληνικού κρασιού. Μια συλλογική οµάδα συνεργασίας και ανάδειξης του έργου και του οράµατος όλων των παραγωγών του κλάδου. Μια οργανική συµβιωτική σχέση, όπως άλλωστε είναι και το ίδιο το προϊόν µας, το κρασί. Και αυτός είναι ο πρώτος στόχος που βάζω κατά τη διάρκεια της θητείας µου. Η προσέλκυση νέων µελών.
Το ελληνικό κρασί βρίσκεται στην πιο δυναµική στιγµή της ιστορίας του. ∆εν είναι πια µια ‘‘εξωτική’’ πρόταση, αλλά ολοένα και περισσότερο µια συνειδητή επιλογή λόγω της µοναδικής υπεραξίας που προσφέρει. ∆ιεθνώς χαίρει αναγνωρισιµότητας, χτίζει θέση καταξίωσης, προσελκύει το ενδιαφέρον νέων, αναδυόµενων αγορών. Αυτή η επιτυχία οφείλεται στη δουλειά όλων µας. Στους παραγωγούς -αµπελουργούς και οινοποιούς-, στους φορείς και στον Σύνδεσµο Ελληνικού Οίνου. Στο κρασί συµβαίνει το εξής ιδιότυπο. ∆ίνουµε την αίσθηση του ‘‘µεγάλου’’, κάτι εύλογο λαµβάνοντας υπόψη τα σηµαντικά βήµατα ανάπτυξης που έχουν γίνει. Όµως, αν δούµε τα νούµερα και τα δεδοµένα, η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός αµπελώνας είναι µικρός και αντίστοιχα µικρό είναι και το µέγεθος του επιχειρείν του. Όλος ο ελληνικός αµπελώνας είναι σχεδόν το 1/5 του Bordeaux (όχι δηλαδή του γαλλικού αµπελώνα, αλλά µόνο µιας ζώνης του).
Και όλος ο τζίρος του ελληνικού κρασιού, εντός και εκτός, είναι µικρότερος από τον τζίρο της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας. Πώς λοιπόν προκύπτει όλη αυτή η αίσθηση του ‘‘µεγάλου’’; Είµαστε στην πιο δυναµική στιγµή ιστορικά για το ελληνικό κρασί. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν αντιµετωπίζουµε προκλήσεις. Και µάλιστα µεγάλες και σύνθετες. Ενδεικτικά αναφέρω την κλιµατική αλλαγή που βγάζει όλες τις αδυναµίες µας στην επιφάνεια, όπως και τις νοοτροπίες που πρέπει να αλλάξουν άµεσα και ριζικά. Χωρίς αµπέλι δεν έχουµε κρασί. Χωρίς στρατηγική και επιχειρηµατικό σχέδιο, δεν έχουµε αµπέλι».
