του Λάζαρου Γατσέλου
Ας δεχτούµε ως αξίωµα πως µια ποσότητα κρασιού έχει ταξιδέψει από το οινοποιείο ως τις αποθήκες του εµπορικού αντιπρόσωπου ή της µεταφορικής υπό άριστες συνθήκες, θερµοκρασίας, κραδασµών κι οσµών. Από εδω και µέχρι το κρασί να φτάσει στα ποτήρια των οινόφιλων τουριστών ξεκινούν οι δοκιµασίες. Αρχικά υπάρχει η πιθανότητα τα κιβώτια των κρασιών να νιώσουν τη θαλπωρή της ηλιακής ακτινοβολίας και της θερµοκρασιακής αναρρίχησης ακόµα κι αν έχει κανονιστεί να µεταφερθούν υπο ψύξη, έτσι απλά γιατί βολεύει να µπουν τελευταία στο ψυγείο αφού φορτωθούν τα υπόλοιπα… συστεγαζόµενα προιόντα. Στις περιπτώσεις των απλών µεταφορών, όπου είναι και η συντριπτική πλειοψηφία, η ένταση τις περιπέτειας και η γοητεία του άγνωστου συνεχίζονται. Τόσο οι καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν στο ταξίδι όσο και το σηµείο των αµπαριών που θα «ξεκουράζονται» τα κρασιά, θα παίξουν εκ νέου καθοριστικό ρόλο στην επιπλέον διάπλαση του χαρακτήρα τους.
Φτάνοντας σε κάποιο νησί θα οδηγηθεί σε κάποιες από τις αµέτρητες γενικές αποθήκες και θα περιµένει καρτερικά δίπλα σε πάσης φύσεως προϊόντα. Σίγουρα οι 22-30οC υπό σκεπή είναι καλύτεροι από τους 35-40οC µε απευθείας έκθεση στον ήλιο. Ωστόσο, αυτό δεν σηµαίνει πως δεν αποτελούν εξίσου χαρακτηριστικό λάθος.«Tα προβλήµατα δηµιουργούνται και σε θερµοκρασίες που πολλοί θεωρούν λανθασµένα ή εσκεµµένα αθώες όπως οι 18-20-25οC» ισχυρίζεται ο Peter Cago των Penfolds. «Οι διαφορές επαφίενται στο χρόνο έκθεσης ανά θερµοκρασία. Είναι σαν να ζητάµε από έναν χορτοφάγο να επιλέξει για εµάς χασάπη. ∆εν υπάρχει µεγάλος ή µικρός χασάπης».