Κατά τον Gonzalez–Gordon οι αρχικές προβλέψεις για ενισχυμένη πρόσβαση των κρασιών στην αγορά και για την προστασία οίνων προέλευσης ήταν από μόνες τους ενθαρρυντικές, όμως οι διαρκώς αυξανόμενοι περιβαλλοντικοί προβληματισμού καθιστούν ακόμα πιο έκδηλη την αξία της συμφωνίας. Παράλληλα, τόνισε ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες οίνου έχουν ανάγκη να διασφαλίσουν την πρόσβαση τους σε νέες αγορές, λόγω των δυσκολιών που παρατηρούνται στην παγκόσμια οικονομία.
Η συμφωνία προβλέπει την μείωση των δασμών και την απλούστευση των κανονισμών που διέπουν το εμπόριο, παράγοντες που αυτή τη στιγμή δρουν ανασταλτικά για τις εξαγωγές ευρωπαϊκού οίνου προς τις χώρες της Mercosur. Εφόσον λάβει έγκριση, αγορές όπως η Βραζιλία που παρουσιάζουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης για τα εκλεκτά κρασιά της Ευρώπης θα γίνουν πιο προσιτές. Αυτή τη στιγμή η επιβολή δασμών εισαγωγής έως και 27% και οι σύνθετες διαδικασίες εισαγωγής περιορίζουν την πρόοδο στην αγορά. Ο γενικός γραμματέας της CEEV, Sanchez Recarte υπογράμμισε την ανάγκη να ξεκαθαριστούν τυχών παρανοήσεις γύρω από την συμφωνία, τονίζοντας ότι μέσω αυτής θα προσπεραστούν εμπόδια για τις εξαγωγές ευρωπαϊκού οίνου, δίχως να αποτελούν κίνδυνο για εισαγωγή από χώρες εκτός ΕΕ.
Η επιτροπή υπογράμμισε ακόμα ότι η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Mercosur συμβαδίζει με τους στόχους βιωσιμότητας της βιομηχανίας ευρωπαϊκού οίνου, και για αυτό τον λόγο έχει ζητήσει από τους νομοθέτες να επισπεύσουν την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Φυσικά, η άποψη της CEEV είναι καθοριστικής σημασίας για την ΕΕ, αφού αποτελείται από 25 εθνικούς οργανισμούς που αντιπροσωπεύουν παραγωγούς και εμπόρους στους οποίους οφείλεται περισσότερο από το 90% των ευρωπαϊκών εξαγωγών οίνου.
Με πληροφορίες από Vinetur