Η ένωση οινοπαραγωγών Οίνοι Βορείου Ελλάδος όρισε την 1η Νοεμβρίου το 2019 ως την Παγκόσμια Ημέρα Ξινόμαυρου, ημερομηνία συμβολική, καθώς τότε ολοκληρώνεται κατά προσέγγιση ο τρύγος της συγκεκριμένης ευγενής οινικής ποικιλίας.
Το Ξινόμαυρο αποτελεί μία ελληνική ποικιλία του βορειοελλαδίτικου αμπελώνα, η οποία καλλιεργείται κυρίως σε ορεινές περιοχές στην Βόρεια Ελλάδα και Θεσσαλία και μαζί με το Μοσχοφίλερο, το Αγιωργίτικο και το Ασύρτικο, συνθέτει την τετράδα ποικιλιών-πρεσβευτών της ελληνικής οινοπαραγωγής.
Όντας ποικιλία πρεσβευτής της Ελλάδας, αναγνωρίζεται, εκτιμάται, επαναπροσδιορίζεται, εξελίσσεται και κυρίως αγαπιέται, κερδίζοντας συνεχώς φίλους σε αρκετές χώρες παγκόσμια και φυσικά πρωτίστως στην Ελλάδα μας.
Ο οινοποιητικός κλάδος τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιήσει σημαντικά και επιτυχή βήματα τόσο στην παραγωγή εκλεκτών κρασιών όσο και στη βελτίωση της εικόνας του ελληνικού αμπελώνα και κρασιού εντός και εκτός συνόρων. Σε αυτό το πλαίσιο είναι ξεκάθαρο πως οι γηγενείς ποικιλίες αξίζουν να αποκτήσουν στη συνείδηση των καταναλωτών τη θέση που τους αξίζει, ισάξια με τις διεθνείς ποικιλίες. Λόγω του στιβαρού της χαρακτήρα, αρκετοί βρίσκουν ότι μοιάζει με Nebbiolo, την αγαπημένη ποικιλία από το Piedmont της βορειοδυτικής Ιταλίας.
Οι ζώνες παραγωγής οίνων ΠΟΠ της ποικιλίας είναι τέσσερις και συναντώνται στη Νάουσα και στο Αμύνταιο ως μονοποικιλιακή, ενώ στη Γουμένισσα σε χαρμάνι μαζί με την ποικιλία Νεγκόσκα σε ένα μικρό ποσοστό και στη Ραψάνη μαζί με τις ποικιλίες Κρασάτο και Σταυρωτό ισομερώς.
Επιπλέον, ως οίνο με τον χαρακτηρισμό ΠΓΕ συναντάμε το Ξινόμαυρο σε περιοχές όπως η Επανομή, ο Βελβεντός, η Σιάτιστα και τα Μετέωρα και σε περιφερειακές ενότητες όπως η Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος, η Πέλλα, η Καστοριά, η Ημαθία, η Πιερία και η Μαγνησία.
Η ποικιλία είναι πλήρως προσαρμοσμένη εδώ και εκατονταετίες στα εδάφη της Βόρειας Ελλάδας, ενώ το μικροκλίμα της κάθε περιοχής αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο τελικό προιόν, το οποίο παρουσιάζει ένα μεγάλο εύρος στους τύπους κρασιών που παράγει, από ερυθρούς, ροζέ και ξηρούς μέχρι αφρώδεις, λευκούς (όπως τα Blanc de Noir) και ημίγλυκους.
Η στιβαρή του δομή, η υψηλή του οξύτητα, οι τανίνες του και η μακρά του επίγευση το καθιστούν το τέλειο συνοδευτικό για πιάτα με κρέας, ψητά ή μαγειρεμένα με κόκκινη σάλτσα και αποξηραμένα φρούτα.