Oι σνομπ του Bordeaux λοιπόν είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένα από τα καλά chateaux του Bordeaux, εκείνα που βρίσκονται στην Ταξινόμηση του 1855, μπορούν και διαθέτουν μπουκάλια στην αγορά με ελάχιστη τιμή τα 1.000 δολάρια. Οι ίδιοι, παρασύρουν, άθελά τους ή εν αγνοία τους πολλές φορές, σε ακριβές δημοπρασίες τους λεγόμενους «νεόπλουτους» των ανερχόμενων οικονομιών, σε μια διαδικασία που οι Financial Times συγκρίνουν με την υστερία των κρυπτονομισμάτων. Είναι τέλος πάντων ο ανθρώπινος παράγοντας πάνω στον οποίο στηρίζεται ο μύθος του καλού κρασιού. Οι New York Times, από την άλλη, θεωρούν ότι οι «σνομπ του Bordeaux» δικαιώνονται και φέρνουν μάρτυρα υπεράσπισης έναν νευροχημικό από το Παρίσι, τον Dr. Alex Pouget, ο οποίος βρήκε στην τεχνητή νοημοσύνη και τα σύγχρονα υπολογιστικά μοντέλα έναν πρόθυμο «ουρανίσκο» που μιλά με ποσοτικά δεδομένα.
Οι τυφλές δοκιμές, κάτι το οποίο αποφεύγει κάθε προσγειωμένος και έγκριτος connoisseur, είναι μια δουλειά που με μεγάλη ευχαρίστηση αναλαμβάνουν τα ρομπότ στο νέο πεδίο που εγκαινίασε η τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό που με ένα επιτηδευμένο για πολλούς λεξιλόγιο, προσπαθούν να αποτυπώσουν οι κριτικοί οίνου, το εργαλείο που ανέπτυξε ο Dr. Pouget, το μεταφράζει σε χημικές αναλύσεις, επαναλαμβανόμενα μοτίβα και συσχετισμούς που γίνονται εν ριπή οφθαλμού. Το μόνο που χρειάζεται, μια γουλιά κρασί από τα πιο εμβληματικά κτήματα του Bordaeux και από τις πιο εμβληματικές χρονιές. Το ρομπότ μπόρεσε να βρει κοινά στοιχεία και μετρήσεις που έρχονται εν μέρει να ποσοτικοποιήσουν την έννοια του terroir. Τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά γιατί πέραν της τεκμηρίωσης του τι τελικά εστί καλό κρασί, μπορούν να δείξουν και πώς αυτό επιτυγχάνεται ακόμα και σε χρονιές με καιρικές συνθήκες που αδίκησαν έντονα τους αμπελουργούς και τα αμπέλια τους.