Του Γιώργου Λαμπίρη
Έχοντας περάσει από πολλά διαφορετικά στάδια και αρκετές διακυμάνσεις στη διάρκεια των ετών, η Achaia Clauss σήμερα διανύει μία νέα πορεία τόσο σε επίπεδο ευρύτερης επιχειρηματικής στρατηγικής, όσο και στον παραγωγικό – δημιουργικό τομέα. Όπως λέει ο οινολόγος του αρχαιότερου Κτήματος στην Ελλάδα – με διαδρομή από το 1861 – και έδρα την Πάτρα, Σωτήρης Καραγιάννης, «μπορεί η αλλαγή προσέγγισης του Κτήματος να γίνεται τώρα περισσότερο αισθητή για το ευρύτερο κοινό, ωστόσο είναι μία κίνηση που έχει ξεκινήσει τα τελευταία δέκα χρόνια. Η ανάγκη να αναδείξουμε την ιστορία του συγκεκριμένου terroir, συνδυάζοντας την ιστορικότητα της Achaia Clauss ήταν μονόδρομος για εμάς. Εάν λοιπόν θεωρήσουμε ότι υπάρχει ένα chateau με μακρά ιστορία, είναι η Achaia Clauss. Κι αυτό που θέλουμε να κάνουμε, είναι να αναβιώσουμε παραδοσιακές μεθόδους οινοποίησης χωρίς τεχνολογικά τερτίπια. Γι’ αυτό και δεν παράγουμε βιομηχανικά κρασιά, κρασιά παραγωγής ή σμιλευμένους οίνους. Αυτό που παρουσιάζουμε είναι η αποτύπωση του terroir της κάθε χρονιάς».
Στόχευση των ανθρώπων και του σημερινού ιδιοκτήτη της και διευθύνοντος συμβούλου, Nίκου Kαραπάνου, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση η αναβίωση του χαρακτήρα της μεγάλης βιομηχανίας κρασιού που πρέσβευε κατά το παρελθόν η Achaia Clauss. Οι εγκαταστάσεις της εκπέμπουν την ιστορικότητα της οινοποιίας, από την εποχή του ιδρυτή της και φιλέλληνα, Γκούσταβ Κλάους, το 1861, έως και σήμερα. Το 1919 πέρασε στα χέρια του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου και στη συνέχεια από αρκετούς διαφορετικούς ιδιοκτήτες. Ο σημερινός βασικός μέτοχος της Achaia Clauss, Νίκος Καραπάνος, ξεκίνησε ως «ανειδίκευτος εργάτης», όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του, πριν αναλάβει τα ηνία ως επικεφαλής το 1997.
Από μία βιομηχανία κρασιού σε ένα κτήμα με περιορισμένη και ελεγχόμενη παραγωγή
Έπρεπε να φέρει εις πέρας ένα δύσκολο εγχείρημα, το οποίο εκτός από το επιχειρηματικό και οικονομικό βάρος, έφερε και την ιστορική βαρύτητα της οινοποιείας. «Η φιλοσοφία που θεώρησα ότι θα έπρεπε να πρεσβεύει η Achaia Clauss, ήταν να διατηρεί περιορισμένη και ελεγχόμενη παραγωγή στο εξής. Να επιστρέψει το οινοποιείο στις ρίζες του ως πρωτοπόρα επιχείρηση, όπως τότε που ξεκίνησε», εξηγεί ο κύριος Καραπάνος.
Αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο ανέλαβε ο ίδιος την επιχείρηση, εξηγεί ότι πριν από μερικά χρόνια η Achaia Clauss ανήκε κατά το 53% σε εκείνον και κατά το 47% στην Τράπεζα Πειραιώς. «Όταν η Πειραιώς θέλησε να αξιοποιήσει τουριστικά και οινοποιητικά το χώρο σε ευρεία κλίμακα, υπήρξα αντίθετος. Η Τράπεζα επιδίωξε να δημιουργήσουμε μεγάλη παραγωγή, με αυξημένους όγκους και τζίρο. Έχοντας επηρεαστεί από τη σχέση μου με τον φίλο μου και οινοποιό, Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή, αντιλήφθηκα εγκαίρως ότι ο χώρος θα έπρεπε να διατηρήσει στοιχεία όπως η παράδοση, η ποιότητα και να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την Πάτρα αλλά και για την Ελλάδα ευρύτερα. Αυτό βέβαια είχε ένα κόστος. Και όταν η Πειραιώς αποφάσισε να μπούμε στο Χρηματιστήριο και να αξιοποιήσει τους χώρους, καταλήξαμε να χωρίσουμε τα περιουσιακά στοιχεία. Εγώ κράτησα το εμπορικό σήμα και την παραγωγή της Achaia Clauss και η Πειραιώς την ακίνητη περιουσία. Σκοπός μου είναι κάποια στιγμή να βρούμε λύση με την τράπεζα και να πάρουμε και την ακίνητη περιουσία στα χέρια μας». Αυτή τη στιγμή η Achaia Clauss έχει καταφέρει να εξυγιάνει πλήρως τα οικονομικά της, διατηρώντας μηδενική δανειακή εξάρτηση και στις τέσσερις επιχειρήσεις – βραχίονες που υπάγονται στην μητρική εταιρεία συμμετοχών Achaia Clauss.
Ένας προορισμός και με αρχαιολογικές αναφορές
Όραμά του Νίκου Καραπάνου είναι να αναδείξει τον χώρο, ο οποίος εκτός από τα διατηρητέα κτίρια που υπάρχουν σε αυτόν, θέλει να προχωρήσει στην ανάδειξη και των αρχαίων μυκηναϊκών τάφων που βρίσκονται μέσα στα συνολικά 300 στρέμματα που καταλαμβάνουν οι κεντρικές εγκαταστάσεις και τα οικόπεδα της Achaia Clauss. «Επιθυμία μας είναι να δημιουργήσουμε και έναν αρχαιολογικό προορισμό», εξηγεί ο κύριος Καραπάνος. «Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι πέρυσι δημιουργήθηκε και μία διαδρομή, η οποία ονομάστηκε Μονοπάτι του Κολοκοτρώνη, σηματοδοτώντας την πορεία του Κολοκοτρώνη προς την Αγία Λαύρα για να υψώσει το λάβαρο της Επανάστασης. Από εδώ ξεκινάει επίσης το μονοπάτι υπ’ αριθμόν 31 του Παυσανία, που καταλήγει στην Αρχαία Ολυμπία. Όλα αυτά που σας ανέφερα θα μπορούσαν να συνδεθούν και με τη δημιουργία κάποιων μικρών ξενώνων μέσα στις εγκαταστάσεις μας. Προϋπόθεση ωστόσο αποτελεί να διευθετήσουμε την εκκρεμότητα που σχετίζεται με την ακίνητη περιουσία της οινοποιίας σε συνεννόηση με την τράπεζα Πειραιώς», συμπληρώνει ο διευθύνων σύμβουλος της Achaia Clauss.
Οι τέσσερις αυτοτελείς επιχειρηματικοί βραχίονες που συνθέτουν την Achaia Clauss
Αυτή τη στιγμή η Achaia Clauss διατηρεί τέσσερις διαφορετικούς επιχειρηματικούς βραχίονες. Πρώτος εξ αυτών είναι η εξαιρετικά περιορισμένης παραγωγής σειρά κρασιών, Κάστρο Clauss, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2017. Σε αυτήν εντάσσονται μία ξηρή ροζέ μαυροδάφνη, μία ξηρή μαυροδάφνη με παλαίωση σε δρύινο βαρέλι, η μαυροδάφνη χωρίς θειώδη, περασμένη από δεξαμενή καθώς και μία μαυροδάφνη φυσικώς γλυκιά, που προέρχεται από λιαστά σταφύλια. Επίσης οινοποιείται ΠΟΠ μοσχάτο Ρίου Πατρών, φυσικώς γλυκό, παλαιωμένο σε βαρέλι, ένα Cabernet Sauvignon, αμπέλι του 1984 καθώς και Syrah όλα προερχόμενα από τους αμπελώνες της Achaia Clauss. «Οι οινοποιήσεις σε αυτά τα κρασιά γίνονται σε ξύλινους οινοποιητές και με πολύ μικρές αποδόσεις γλεύκων επί του σταφυλιού στα επίπεδα του 45%-47%», εξηγεί ο κύριος Καραγιάννης. Η παραγωγή του Κάστρου Clauss προέρχεται από τα 100 στρέμματα αμπελώνα που ευδοκιμούν στις κεντρικές εγκαταστάσεις της Achaia Clauss στην Πάτρα. Τα κρασιά της σειράς Κάστρο Clauss διατίθενται αποκλειστικά μέσω του wine club της Achaia Clauss, από το e-shop της καθώς και από το πωλητήριο στις κεντρικές της εγκαταστάσεις.
Οι Αμπελώνες Αντωνόπουλου
Ένας ακόμη πυλώνας δραστηριότητας είναι αυτή των Αμπελώνων Αντωνόπουλου, οι οποίοι είναι φυτεμένοι εξ ολοκλήρου σε υψόμετρο. O Νίκος Καραπάνος τους ανέλαβε μετά τον ξαφνικό θάνατο του ιδρυτή τους Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου σε τροχαίο. Όπως λέει ο Σωτήρης Καραγιάννης, «οι φυτεύσεις ξεκινούν από τα 750 μέτρα και φτάνουν έως και τα 940 μέτρα. Οι καλλιέργειες χωρίζονται σε δύο μεγάλα μπλοκ περιοχών με τις υποονομασίες Μιχαλαίικα και Αμυγδαλιά στην Αχαΐα. Στα Μιχαλαίικα παράγονται οι λευκές ποικιλίες όπως Μοσχοφίλερο, Chardonnay, Μαλαγουζιά, Ρομπόλα, Αθήρι, Ζακυνθινό. Συναντάμε δηλαδή ελληνικές ποικιλίες που είχαμε φυτέψει πειραματικά πριν από δεκαπέντε χρόνια και έχουν αρχίσει να δίνουν τα αποτελέσματα που θέλουμε», εξηγεί ο οινολόγος. «Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Ορφικός Οίνος που αποτελείται από τις ποικιλίες Αθήρι και Ρομπόλα από τα συγκεκριμένα αμπελοτεμάχια», συμπληρώνει. Στην Αμυγδαλιά αντίστοιχα ευδοκιμούν ποικιλίες όπως Chardonnay, Λαγόρθι, Cabernet Sauvignon, Ρομπόλα και ένα τμήμα Syrah. «Έχουμε δηλαδή πολλές διαφορετικές ποικιλίες, στις οποίες έχουμε παρατηρήσει την διαφορετικότητα της ωρίμανσης, αλλά και ότι κάθε χρόνο μία ποικιλία μπορεί να αποδίδει πολύ καλύτερα από κάποια άλλη».
Μία από τις ποικιλίες που οινοποιείται από τους Αμπελώνες Αντωνόπουλου είναι η ζακυνθινή ποικιλία, Παύλος, τα σταφύλια της οποίας ταξιδεύουν στην Πάτρα από το νησί του Ιονίου.
Ο τρίτος πυλώνας της Achaia Clauss
Το κρασί με τις μεγαλύτερες πωλήσεις για την Achaia Clauss είναι η ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών. «Η Μαυροδάφνη απαιτεί δωδεκαετή παραμονή σε μεταχειρισμένα γαλλικά δρύινα βαρέλια που προέρχονται από ξηρά κρασιά», που οινοποιείται και κυκλοφορεί στην αγορά υπό την ετικέτα της Achaia Clauss, η οποία αποτελεί τον τρίτο επιχειρηματικό βραχίονα της μητρικής Achaia Clauss.
Η Gutland με έδρα τη Γερμανία που διατηρεί παραγωγή έως και 1 εκατ. φιάλες ετησίως
Ο τέταρτος πυλώνας βρίσκεται στην Γερμανία μέσω της συνδεδεμένης γερμανικής εταιρείας Gutland, η οποία οινοποιεί και εμφιαλώνει το κρασί της Achaia Clauss και απευθύνεται κατά κύριο λόγο στην γερμανική αγορά με μοιρασμένη παρουσία στην εστίαση και στα σούπερ μάρκετ. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές και γνωστές ετικέτες που εμφιαλώνει η εταιρεία επί γερμανικού εδάφους είναι η Demestica, καθώς και άλλα κρασιά με την ετικέτα της Achaia Clauss. Η συνολική ετήσια παραγωγή της συγκεκριμένης δραστηριότητας, μπορεί να φτάνει έως και το 1.000.000 φιάλες, αποτελώντας τον βραχίονα που κατά κύριο λόγο «χρηματοδοτεί» το σύνολο της επιχειρηματικής οντότητες που ονομάζεται Achaia Clauss.