Έχοντας εγκαταλείψει τις ξενικές ποικιλίες όπως το Syrah και το Cabernet Sauvignon, με τις οποίες συστήθηκε κατά την ίδρυσή του το 1983 από τον Δημήτρη Πατιστή, επικεντρώνεται πλέον αποκλειστικά σε γηγενείς ποικιλίες. Δουλεύει με το Ξινόμαυρο που αποτελεί την κύρια ποικιλία, με τον Ροδίτη καθώς και με το Ασύρτικο. Ταυτόχρονα, όπως λέει ο Ανδρέας Πατιστής, τρίτης γενιάς αμπελουργός και δεύτερης γενειάς οινοποιός, αυτή την περίοδο γίνονται πειραματισμοί με τη Λημνιώνα, η οποία έρχεται να αναλάβει τη θέση του Cabernet Sauvignon, από το οποίο μόλις 2 από τα συνολικά 45 στρέμματα έχει απομείνει.
Κυριαρχία του Ξινόμαυρου
Αναφορικά με την κατανομή των καλλιεργειών, το Ξινόμαυρο διατηρεί την πρώτη θέση στην καλλιέργεια με περίπου 20 στρέμματα, ενώ ο Ροδίτης και το Ασύρτικο καταλαμβάνουν 12 και 10 στρέμματα αντίστοιχα. Επίσης υφίστανται 2 στρέμματα Cabernet Sauvignon και 1 στρέμμα από Λημνιό και Λημνιώνα. H ετήσια παραγωγή αγγίζει τις 20.000 φιάλες, ενώ το σύνολο του αμπελώνα είναι βιολογικής καλλιέργειας. Το οινοποιείο Πατιστή εμφιαλώνει 8 ετικέτες, η κυκλοφορία των οποίων από έτος σε έτος εξαρτάται από την ποιότητα των σταφυλιών.
Δημιουργήθηκε το 1983 από τον πατέρα του Ανδρέα και του Κωνσταντίνου Πατιστή, Δημήτρη, ο οποίος αξιοποίησε τα αμπέλια που κληρονόμησε από την οικογένειά του. Από τότε έως σήμερα δεν έγιναν δραστικές αλλαγές ως προς την μέθοδο καλλιέργειας, με βασική ωστόσο διαφοροποίηση στη συνέχεια την εγκατάλειψη των ξενικών ποικιλιών. Το 2004 δημιουργήθηκε το νέο κτίριο με χώρο παλαίωσης και ανοξείδωτες δεξαμενές. «Η παλαίωση πραγματοποιείται σε τσιμεντένιες δεξαμενές, πιθάρια και δρύινα βαρέλια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εμφιάλωση του Ξινόμαυρου, το οποίο προέρχεται από συγκεκριμένο αμπελοτόπι και παλαιώνει σε τσιμεντένια δεξαμενή, πιθάρι και βαρέλι. Ο λόγος για την ετικέτα Kamara Hills. To αμπελοτόπι του Ξινόμαυρου αποδίδει μόλις 400 κιλά ανά στρέμμα και ευδοκιμεί σε σχιστολιστικό και ταυτόχρονα αμμώδες έδαφος σε υψόμετρο 340 μέτρων και αποδίδει υψηλές οξύτητες», εξηγεί ο οινοποιός.
Αναβιώνοντας τη Λημνιώνα
Επιδίωξη για τα δύο αδέρφια είναι να αναβιώσουν τη Λημνιώνα, μία ποικιλία που παραδοσιακά ευδοκιμούσε στην περιοχή τα προηγούμενα χρόνια. «Είχαμε παλαιότερα Λημνιώνα ηλικίας περίπου 80 ετών, η οποία συνυπήρχε με Λημνιό, Κουμιώτη και Νεγκόσκα. Ωστόσο λόγω ηλικίας του αμπελιού έπρεπε να προχωρήσουμε σε αναμπέλωση και αντικατάσταση με νέα φυτά. Πρόσφατα αναλάβαμε τα μπόλια του Λημνιώνα της περιοχής μας μαζί με κάποια μπόλια από Καρδίτσα και Τρίκαλα για να δημιουργήσουμε ένα φυτώριο με Λημνιώνα και Λημνιό και να προχωρήσουμε σε καινούργιες φυτεύσεις. Σκοπός μας ήταν να ξεχωρίσουμε και να αναδείξουμε τη Λημνιώνα».
Όπως λέει ο Ανδρέας Πατιστής, «με βάση τη γαλλική νομοθεσία όλα τα κρασιά που παράγουμε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως φυσικά, χωρίς προσθήκη ή αφαίρεση στοιχείων. Ωστόσο στην Ελλάδα δεν υπάρχει ανάλογη νομοθετική πρόβλεψη. Για να διατηρήσουμε υγιείς τις καλλιέργειές μας κάνουμε πολλή δουλειά στο αμπέλι, με συνεχή παραλούθηση, δεν χρησιμοποιούμε βορδιγάλειο πολτό, ενώ ψεκάζουμε σκευάσματα που παρασκευάζουμε εμείς με απολύτως φυσικά έλαια. Επίσης έχουμε προβεί σε συμπληρωματικές καλλιέργειες για να υπάρχει βιοποικιλότητα. Διαθέτουμε ελιές, σύκα και καρύδια, τα οποία συμπληρώνουν το ευρύτερο οικοσύστημα του κτήματός μας». Το οινοποιείο εξάγει τα κρασιά του σε Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία, Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πωλήσεις του είναι μοιρασμένες κατά 50-50 σε Ελλάδα και εξωτερικό.