Το θέμα είναι πολύπλοκο και έχει ταρακουνήσει πολλούς παραγωγούς, όπως έδειξε ο Διεθνής Οργανισμός Αμπέλου και Οίνου (OIV) σε πρόσφατη έκθεση. Ο διακυβερνητικός οργανισμός τόνισε ότι «η έλλειψη γνώσης και διαφάνειας σχετικά με την ποσότητα του νερού που προστίθεται για σκοπούς οινοποίησης δημιουργεί στην πραγματικότητα πρόβλημα νομικής ανασφάλειας για τις εταιρείες στις διεθνείς συναλλαγές».
Ερωτηθείς σχετικά με αυτό το κανονιστικό κενό το 2019 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), ο OIV συγκρότησε ομάδα εργασίας για να διευκρινίσει τις συνιστώμενες πρακτικές και τα πιθανά μέτρα. Αυτό οφείλεται στο ότι «ορισμένες χώρες ζητούν πιστοποιητικά που να αποδεικνύουν πως δεν έχει επέλθει παρέμβαση προσθήκης νερού σε εισαγόμενα κρασιά», δήλωσε η καθηγήτρια Monika Christmann, εισηγήτρια της ομάδας εργασίας, κατά τη διάρκεια ακροάσεων εμπειρογνωμόνων.
Πολλοί οινοπαραγωγοί μπορεί να φοβούνται ότι η οινοπαραγωγή τους κυριολεκτικά καταρρέει, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σύμφωνα με την επισκόπηση της κανονιστικής κατάστασης από τον OIV, ο έλεγχος της προσθήκης νερού κατά την οινοποίηση κυμαίνεται από έναν αόριστο ορισμό (η Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι «όλες οι εξουσιοδοτημένες οι οινοποιητικές πρακτικές αποκλείουν την προσθήκη νερού, εκτός από την περίπτωση συγκεκριμένων τεχνικών απαιτήσεων», αλλά αναφέρει στην εμπορική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι η προσθήκη νερού περιορίζεται στο 7% του συνολικού όγκου) σε ακριβή στοιχεία, αλλά που διαφέρουν από τη μια χώρα στην άλλη («δύο γαλόνια νερού για μια λίβρα μαγιάς» στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέγιστη αραίωση 2,8% στην Αργεντινή, 5% στη Χιλή, 7% στην Αυστραλία).
Αυτό το ρυθμιστικό τέλμα ώθησε τον OIV να προτείνει τη διεξαγωγή έρευνας για την επίτευξη τυποποιημένων συστάσεων σχετικά με τους όγκους νερού που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάλυση των οινοποιητικών προϊόντων σε κρασιά και γλεύκους κατά τη διαδικασία οινοποίησης.