του Λεωνίδα Λιάμη
«Η περιοχή διαθέτει μακρά οινική ιστορία. Θα δούμε οινοποιεία που ξεκίνησαν από παππούδες, παππούδων και έφτασαν να έχουν μεγάλη απήχηση στην ελληνική αγορά, όσο και στο εξωτερικό, αλλά και πολλά άλλα, συνήθως μικρότερα, τα οποία κινούνται εμπορικά μόνο εντός της τοπικής αγοράς» εξήγησε η γεωπόνος και sommelier, Δήμητρα Βλάχου, μιλώντας σε εκδήλωση που οργάνωσε το Επιμελητήριο Φθιώτιδας στο πλαίσιο της διεθνούς έκθεσης τουρισμού Philoxenia, στη Θεσσαλονίκη.
Ο βαθμός εξωστρέφειας και το μέγεθος των επιμέρους οινοποιείων, ωστόσο, δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει σήμερα τον αμπελουργικό κι οινοποιητικό τομέα της Φθιώτιδας. «Μεγάλη αντίθεση υπάρχει και στη φιλοσοφία που διακρίνει τον κλάδο. Από τη μια έχουμε οινοποιεία τα οποία προσεγγίζουν τη διαδικασία της οινοποίησης με τη μερακλήδικη ματιά του παππού, που συνεχίζουν από γενιά σε γενιά να εμπιστεύονται τις ίδιες ποικιλίες, τον ίδιο τρόπο για την οινοποίηση και να βγάζουν το ίδιο κρασί κι από την άλλη βλέπουμε και νεανικές ματιές, με σύγχρονες μεθόδους παραγωγής κρασιών, που έχουν φανατικούς οπαδούς», τόνισε χαρακτηριστικά η νεαρή sommelier.
Στο σύνολο της Φθιώτιδας λειτουργούν σήμερα περίπου 25 οινοποιεία, μεταξύ των οποίων κάποια πολύ γνωστά όπως των Χατζημιχάλη, Γκανή και Παντρά, αλλά περί τα 10 από αυτά παράγουν αποστάγματα ή έχουν πολύ μικρές παραγωγές και «βγαίνουν από το κεντρικό κάδρο». Όσον αφορά στις ποικιλίες, μεταξύ άλλων καλλιεργούνται η μαλαγουζιά, το sauvignon, το cabernet, το syrah και ο ροδίτης, ο οποίος κυριαρχεί στα ροζέ, τα οποία, για κάποιο λόγο, συναντούν πολύ μεγάλη απήχηση στην τοπική αγορά. Τα τελευταία χρόνια, επίσης, η προσοχή των οινοποιών έχει εστιαστεί και στην αναβίωση παλαιών ποικιλιών όπως το μαυρούδι και το κοντοκλάδι, οι οποίες, όπως είπε η κ. Βλάχου, είχαν σταματήσει για ένα διάστημα να καλλιεργούνται τοπικά.
«Την ποικιλία Κοντοκλάδι την αναβιώνει το οινοποιείο Ευσταθίου. Είναι μια ερυθρή ποικιλία από τη δυτική Φθιώτιδα, με αρώματα φράουλας και τομάτας, η οποία αξιοποιείται για την παραγωγή ροζέ κρασιού και ταιριάζει πολύ με τη μεσογειακή διατροφή», εξήγησε για να προσθέσει πως ανάλογη προσπάθεια έγινε και με την ερυθρή ποικιλία μαυρούδι, η οποία δίνει ξηρούς οίνους, από οινοποιούς όπως ο Γκιρλέμης».
Παρατηρείται ακόμη ότι πολλοί οινοποιοί στρέφονται περισσότερο πλέον σε ξενικές ποικιλίες, όπως το sauvignon, το syrah ή το cabernet, αναζητώντας νέες εκφράσεις τους και όλα αυτά μονοποικιλιακά. «Ενώ είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε χαρμάνια κρασιών για πιο βελτιωμένες εκφράσεις, πιο γεμάτες εντάσεις και πιο γεμάτο στόμα, τώρα βλέπουμε ότι οι νέοι παραγωγοί, οι οποίοι θέλουν να ακολουθήσουν την οινική παράδοση της Φθιώτιδας, ξεκίνησαν να δουλεύουν και μονοποικιλιακά κρασιά, με τις λευκές ποικιλίες κυρίως να κερδίζουν έδαφος, αλλά όχι μόνο», επισήμανε η ομιλήτρια. Συμπλήρωσε δε, πως το terroir της Φθιώτιδας εκφράζεται διαφορετικά σε κάθε ποικιλία, το κλίμα τοπικά είναι ζεστό, ήπιο μεσογειακό, με αέρηδες που βοηθούν στην ανάπτυξη των αμπελιών και δίνουν πολυπλοκότητα στα αρώματα.
Εν κατακλείδι, υπογράμμισε με έμφαση πως στην ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδας τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται μια τεράστια προσπάθεια να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο η τέχνη της αμπελουργίας και της οινοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό νέοι άνθρωποι εισέρχονται στον κλάδο, επενδύουν σε σύγχρονα μηχανήματα, εκπαιδεύονται καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν και ξεκινούν νέες δουλειές και καινούριες ετικέτες, στην προσπάθειά τους να αναπτυχθούν, να ξεφύγουν από τα στενά όρια του νομού και της Ελλάδας και να προσφέρουν κάτι νέο στην αγορά.
Σε ό,τι αφορά στη σύνδεση των οίνων της Φθιώτιδας με την εστίαση, η κ. Βλάχου υποστήριξε πως τα κρασιά των τοπικών οινοποιείων σε μεγάλο βαθμό ακολουθούν τη Φθιωτική διατροφή και ως εκ τούτου, διακρίνονται για το γεμάτο σώμα και τα αρώματα που ταιριάζουν με την κρεατοφαγία, αλλά και με ζυμαρικά, βούτυρα και γαλακτοκομικά, προϊόντα, δηλαδή, στα οποία η περιοχή έχει επίσης μακρά παράδοση.