Η οινοποίηση αποτελεί αναμφίβολα μια επιστήμη η οποία όμως ενίοτε βασίζεται σε μυστήρια, ατυχήματα, ή δεξιοτεχνία. Το πώς συγκεκριμένα στοιχεία – όπως η επιλογή του βαρελιού, η ζύμωση, και ο χρόνος συγκομιδής, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, επηρεάζουν τη διαδικασία παραγωγής, είναι απόλυτα λογικό, παρ’ όλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις προκύπτουν χαρακτηριστικά που δεν έχουν κάποιο λογικό σημείο αναφοράς. Ο ισχυρισμός του Χάμβας, ότι η γεύση του κρασιού αλλάζει ανάλογα με την ποικιλομορφία του εδάφους αποτελεί ένα από τα πιο συναρπαστικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με το κρασί : «ορυκτότητα» (minerality), μια σκιώδης έννοια που συνήθως αναφέρεται σε μια αίσθηση «πετρότητας». Τα κρασιά πλούσια σε ορυκτότητα, έχουν όξινη γεύση με μια γευστική αίσθηση που συνδέεται με την αλατότητα. Κάποια κρασιά δίνουν την αίσθηση σκόνης βράχου ή ακόμα και μολυβιού. Αυτή η αίσθηση αναδεικνύει το χαρακτήρα της γης καθώς προσφέρει μια επίγευση παρόμοια με του σιδήρου, του σχιστόλιθου ή ορυκτών πετρωμάτων. Αντίστοιχα το άρωμα, μπορεί να θυμίσει ακτή ή τη μυρωδιά του νοτισμένου απ’ τη βροχή εδάφους.
Παρόλο που η λέξη ορυκτότητα φαίνεται να έχει τις ρίζες της στα 1970 – 80, στην πραγματικότητα απέκτησε φήμη στις αρχές του 2000. Τις προηγούμενες δεκαετίες, έγινε ένας από τους πιο κοινούς περιγραφείς στον κόσμο του κρασιού. Παρ’ όλα αυτά η ερμηνεία αυτού του όρου είναι διφορούμενη. Το 2013 Γάλλοι ερευνητές, ανακάλυψαν ότι επαγγελματίες γευσιγνώστες και οινολόγοι, πολλές φορές έδιναν αμφίσημες ερμηνείες στη λέξη. Όταν συμπεριλήφθηκε στο «Oxford Companion To Wine», μια δημοφιλής εγκυκλοπαίδεια του κόσμου του κρασιού, το 2015, ο εκδότης Jancis Robinson, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι ο όρος ήταν «υπερβολικά διαδεδομένος για να αγνοηθεί παρότι ήταν αδύνατο να διευκρινιστεί».
Ο όρος ίσως να οφελείται επίσης, επίσης, από την υπόθεση, που τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τη διαφήμιση, ότι το υγρό που έχει τρέξει μέσα από βράχους είναι πιο υγιεινό, πιο «καθαρό», ή αλλιώς πιο βελτιωμένο.
Οι εταιρείες εμφιαλωμένου νερού υπαινίσσονται εδώ και καιρό τη σχέση των ορυκτών πηγών – υδάτινων σωμάτων που περιέχουν διαλυμένα γεωλογικά ορυκτά, όπως το νάτριο ή το μαγνήσιο, και αλάτων όπως το θειικό άλας – με την υγεία και έχουν τονίσει πώς οι λεπτές διαφορές τους στη γεύση προκύπτουν από την παρουσία αυτών των υποτιθέμενα θεραπευτικών ορυκτών. Υπάρχει βέβαια μια κυρίαρχη διαφορά, ότι ενώ το νερό που προέρχεται από φυσικές πηγές έρχεται σε άμεση επαφή με βράχους, τα σταφύλια όχι, αλλά η απεικόνιση που υποδηλώνει ότι οι βράχοι μπορούν να απορροφηθούν από το νερό οδήγησε τους ανθρώπους στο να πιστέψουν ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και με άλλα υγρά.
Πηγή go-wine.com