Αυτή η µοναδική συνθήκη τους δίνει δικαιωµατικά πριγκιπικούς τίτλους στο οροπέδιο, τους δίνει όµως και χρέη υπηρέτη στον αγώνα του ποιοτικού επαναπροσδιορισµού του Μοσχοφίλερου, το οποίο έχει χαρακτήρα, έχει αµπελουργική παράδοση και, όταν οινοποιείται µε όρους ποιότητας, αποκτά εκείνες τις χαρακτηριστικές ερυθρωπές ανταύγειες που «φωνάζουν» το όνοµα της ποικιλίας.
Aν ήθελαν, θα µπορούσαν να κάνουν κρασί τουλάχιστον τον µισό κάµπο στο οροπέδιο της Μαντίνειας. Στη διάθεσή τους έχουν µια από τις µεγαλύτερες οινοποιητικές µονάδες της περιοχής, εξοπλισµένη µε επιβλητικές δεξαµενές και το πρώτο πνευµατικό πιεστήριο που έφτασε ποτέ στην Ελλάδα. Η «τερπνή χώρα» όπως µνηµονεύει ο Όµηρος την περιοχή, έχει κάτι το οποίο δεν µπορεί να αποτυπωθεί στο µοντέλο του «µαζικού» που επικράτησε στον κάµπο µετά την απότοµη ακµή του 1990. Η ενασχόληση της οικογένειας Μποσινάκη ξεκίνησε τρεις γενιές πίσω, µε το εµπόριο µούστου και κρασιού, για να µπει ενεργά στο πεδίο της παραγωγής το 1992, όταν χτίστηκε το οινοποιείο έξω από το χωριό Στενό Αρκαδίας. Τότε ο Σωτήρης Μποσινάκης, ο µεγάλος αδερφός, ήταν 11 χρονών και µαθήτευσε δίπλα στους µεγαλύτερους οινοποιούς τότε της Ελλάδας, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί για να οινοποιήσουν ετικέτες ΠΟΠ Μαντίνεια. Η αλλαγή πλεύσης έγινε το 2009, όταν η Κατερίνα Μποσινάκη µαζί µε τον Σωτήρη, αποφάσισαν πως είναι καιρός η οικογένεια να δώσει επώνυµα πλέον το δικό της στίγµα στην ελληνική οινική σκηνή. Με µόλις 50.000 φιάλες Μαντίνεια ΠΟΠ, που λειτουργεί σήµερα ως σηµείο αναφοράς για την οινοποίηση της εµβληµατικής ποικιλίας της περιοχής, χαρακτηρίστηκαν «µαέστροι» του Μοσχοφίλερου, χαρακτηρισµό που ο µικρός αδερφός, Κωνσταντίνος, γεννηθείς το 1997, φιλοδοξεί να αναβαθµίσει, αναζητώντας δηµιουργικά νέες εκφράσεις της ιστορικής ποικιλίας που σχηµάτισε ζώνη ΠΟΠ από το 1971.
Σωτήρη, τελικά το διάλεξες ή σε διάλεξε;
ΣΩΤ.Μ.: Ήθελα και δεν ήθελα. Ήρθε πολύ ωραία όµως και όσο περνούσε ο καιρός, έγινε µια επιθυµία που δεν φεύγει. Άλλωστε, δεν υπάρχει κόσµος που να έχει καταπιαστεί µε το κρασί, µε το αµπέλι και να µην το έχει ερωτευθεί. Ναι, µπορεί η όρεξη να ήρθε σε δεύτερο χρόνο αλλά µετά δεν µπορείς να την αφήσεις να φύγει. Είναι τόσο έντονο όλο αυτό.
ΚΑΤ.Μ.: Να συµπληρώσω πως ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, ένας οινοποιός που αγαπά αυτό που κάνει δύσκολα θα µπει και στη διαδικασία να κάνει ένα κρασί που δεν θα τον εκφράζει. Υπάρχει όµως και ο παράγοντας του κέρδους, µε την έννοια της βιωσιµότητας της επιχείρησης. Ο πυρήνας όµως παραµένει και είναι αυτός που υπακούει στον κανόνα ότι τα κρασιά θέλουν χαρακτήρα, τον οποίο αποκτούν µόνο µέσα από την αγάπη και τον ενθουσιασµό που έχει για τη δουλειά του ένας οινοποιός.
Ποιο κοµµάτι που διαχειρίζεσαι σε αυτό το εγχείρηµα είναι πιο δύσκολο; Η συνεργασία µε τους παραγωγούς; Η οινοποίηση;
ΣΩΤ.Μ.: Η συνεργασία µε την οικογένεια. Αυτό µπορεί να είναι το πιο δύσκολο. Ο τρύγος είναι µια γιορτή. Πραγµατικά τη χαίροµαι αυτή την περίοδο. Μπορεί να πρέπει να συµβαίνουν κάποια πράγµατα σε συγκεκριµένες ώρες και µέρος, αλλά είναι µια γιορτή. Στην ουσία κάτι όµορφο. Το πιο δύσκολο είναι σίγουρα η αγορά, αλλά µετά έρχεται ο τρόπος λειτουργίας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, γιατί αν δεν ήµασταν αδέρφια, µπορεί να είχαµε σπάσει. Θυµάµαι είχαµε βρεθεί σε µια οµιλία και µίλαγε ο Στέλλιος Μπουτάρης για το πόσο δύσκολο ήταν να περάσει το οινοποιείο από τον πατέρα στο παιδί. Έλεγε ότι ανέλαβε όταν πήγε για δήµαρχος ο κυρ Γιάννης. Όταν είναι να περάσει η διαδοχή στο παιδί είναι δύσκολο σε όλες τις δουλειές. Ειδικά στο οινοποιείο, είναι πιο δύσκολο. ∆εν µπορώ να δεχθώ 100% ότι το παιδί µου αύριο θα κάνει καλύτερο κρασί από εµένα. Θυµάµαι ο δικός µας πατέρας, έπαθε έµφραγµα το 2014 και τότε έκανε πίσω.
Εσύ, Κατερίνα, πώς βλέπεις τη συνεργασία σου µε τα αδέρφια σου και τις αντοχές που µπορεί να έχει µια οικογενειακή επιχείρηση;
ΚΑΤ. Μ.: Οι οικογενειακές επιχειρήσεις έχουν κάτι σοβαρό. Μια πολύ δυνατή κόλλα. Η οικογένεια έχει θυσιάσει πολλά από κοινού πράγµατα. Από µόνο του αυτό είναι αρκετό για να σε κρατήσει στην προσπάθεια. Όταν έχεις περάσει όλα σου τα παιδικά χρόνια στην προσπάθεια των γονιών να χτιστεί αυτός ο χώρος. Όταν δεν έβλεπες για τουλάχιστον δυο µήνες τους γονείς σου από τον τρύγο και µετά. Όλο αυτό είναι ένα είδος επένδυσης, δεν το αφήνεις εύκολα και πόσο µάλλον όταν έχεις να κάνεις µε µια τέτοια δουλειά που την ερωτεύεσαι.
Σήµερα τα πιο πετυχηµένα εγχειρήµατα διαθέτουν δικό τους αµπέλι.
Κατ. Μ.: Εµείς δικά µας αµπέλια δεν έχουµε ακόµη. Στηρίζουµε τους οινοποιούς. Οι γονείς µας ήταν απόλυτοι ότι ο αµπελουργός είναι στο αµπέλι και ο οινοποιός δίπλα του. ∆εν συγχέονται αυτά τα δύο, όχι µε την έννοια ότι ένας οινοποιός δεν µπορεί να γίνει αµπελουργός, αλλά στην περίπτωση της Μαντίνειας, υπάρχει µια ιδιαιτερότητα. Μια ζώνη όπως αυτή σηµαίνει ότι έχει µια παράδοση αµπελοκαλλιέργειας µε πολύ έµπειρους αµπελουργούς. Αυτήν τη στιγµή συνεννοούµαστε µε τα παιδιά των αµπελουργών µε τους οποίους συνεργάζονταν οι γονείς µας. Μιλάµε για διαπροσωπικές σχέσεις πάνω από 20 χρόνια. Νιώθουν το κρασί µας σαν δικό τους.
Βρίσκεις κάποια παθογένεια στη σχέση αµπελουργού – οινοποιού;
ΣΩΤ.Μ.: Στο σταφύλι, την κλείνει την τιµή αυτός που την αγοράζει. Εγώ που είµαι οινοποιός λέω ότι το κρασί µου στοιχίζει τόσο. Ο αµπελουργός δεν µπορεί να το κάνει αυτό και είναι µια παθογένεια. Εδώ την τιµή την κόβουν ενίοτε τα πολύ µεγάλα οινοποιεία που βρίσκονται εκτός ζώνης. Εµείς δίνουµε άλλες τιµές, εκτός αγοράς τιµές, δηλαδή υψηλότερες. Έτσι έχουµε και καλύτερη σχέση µε τον παραγωγό και του περνάµε διπλό κίνητρο για να έχει προσεγµένο το δικό του σταφύλι. Είναι σηµαντικό να είσαι κοντά στον αµπελουργό. Συνολικά διαχειριζόµαστε 200 στρέµµατα, έχουµε συνεργασία και επαφή όλο το χρόνο µε 15 αµπελουργούς. Άλλος έχει 30 στρέµµατα, άλλος δύο.
Τι ήταν αυτό που άλλαξε ουσιαστικά την κατεύθυνση της µονάδας το 2009;
Κατ.Μ.: Η δηµιουργία του οινοποιείου ήρθε από την επιθυµία του πατέρα µας να µπει στην παραγωγή. Μέχρι τότε, ο παππούς µας ήταν έµπορος. Οι γονείς µας όµως ήταν ανασφαλείς στο να κάνουν κάτι δικό τους. Τη δεκαετία του 1990 έφτιαχναν κρασί από Μοσχοφίλερο για να καλύψουν τη µεγάλη ζήτηση σε ολόκληρη τη χώρα. Έκαναν µεγάλες και ποιοτικές επενδύσεις, οι οποίες τράβηξαν άλλα οινοποιεία, µε καλό όνοµα, που ήθελαν και µια ετικέτα Μαντίνεια. Ο Σωτήρης, ήταν 10 – 11 χρονών τότε και έµαθε από παιδί δίπλα στους µεγαλύτερους οινολόγους τότε της χώρας. Είχαµε έρθει κοντά µε πολλούς, πηγαίναµε στις εκθέσεις, µας άρεσε η εξωστρέφεια. Όταν τελειώσαµε τις σπουδές µας, νιώσαµε ότι είµαστε έτοιµοι για το επόµενο βήµα. Εκεί σταµάτησαν και οι συνεργασίες. Από τότε οινοποιούµε µόνο για εµάς. Είπαµε πως είναι η στιγµή, ήταν ώριµη η συνθήκη µέσα µας. Ξέραµε πλέον ποιοι ήµασταν, τι κάνουµε, τι σταφύλι έχουµε.
Κωνσταντίνε πού το βλέπεις να φτάνει το Μοσχοφίλερο;
Κων. Μ.: Παντού. Είναι ένα σταφύλι που έχει την ευρωστία του. Είναι αναγνωρισµένο από το ‘70, έχει δυναµική να βγάλει από αφρώδη, λευκά, ροζέ. Εµείς προσπαθούµε να βγάλουµε ανοιχτό κόκκινο. Είναι αναγνωρίσιµο. Μιλάµε για µια ζώνη όπου όλα της τα οινοποιεία κάνουν πάνω από τον µέσο όρο καλά κρασιά. Είναι µια ποικιλία που αρκετοί έχουν υποτιµήσει, αλλά δεν είναι έτσι.
Κόκκινο µπορεί να γίνει;
Κων.Μ.: Η δυναµική δεν ξέρουµε πού µπορεί να φτάσει. Το 2015 ξεκινήσαµε το ροζέ, την Ιέρεια. Μέχρι τότε όλοι το ήξεραν σαν αφρώδες και λευκό. Φαίνεται πλέον πως δίνει τα πάντα: Αφρώδες, ροζέ, light red. Μόνο µια ποικιλία! Και έτσι όπως πάει ο καιρός µπορεί να δοκιµάσουµε ακόµα και ηµίξηρο. Σαν σταφύλι έχει ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό, που είναι η οξύτητα. Είναι ένα από τα βασικά κυρίαρχα στοιχεία του κρασιού και δείχνει µια δυναµική παλαίωσης.
Ο αµπελώνας της Μαντινείας, έχει κάτι άλλο πέραν του Μοσχοφίλερου;
ΚΩΝ.Μ.: Μπορεί να υπάρχουν κάποια άλλα, ίσως µικρές προσθήκες άλλων οινοποιείων, τα τρία βασικά χωριά της Μαντινείας όµως, µόνο Μοσχοφίλερο έχουν, τουλάχιστον σε λευκά. ∆εν είναι όπως άλλες περιοχές.
Είναι δύσκολος ο τρύγος εδώ πάνω;
ΚΩΝ.Μ.: Στον τρυγητό του Οκτώβρη, είναι βέβαιο πως θα φας βροχή! Αυτό χαλάει το Baume. Επίσης εδώ έχει έδαφος, δεν είµαστε Σαντορίνη, που φεύγουν τα νερά. Εδώ τα εδάφη είναι αργιλοπηλώδη και κρατάνε, βουλιάζει το πόδι µέσα στο χωράφι.
Ποια χρονιά ξεχωρίζετε;
ΣΩΤ.Μ.: ∆ύσκολα θα ξεχωρίσω. Για µας τους οινοποιούς, καλή χρονιά είναι η εύκολη χρονιά. ∆εν θέλουµε πολλή επέµβαση. Φέτος δεν µπορούσες να µην επέµβεις. Όπως και να έχει, έχουµε να διαχειριστούµε µια παραγωγή 200 στρέµµατα και είµαστε κοντά στους παραγωγούς, δεν θα πάρουµε κακό σταφύλι. Αν έρθει, δεν θα µπει στο κρασί. Η ποιότητα είναι στάνταρ στις ετικέτες που υποστηρίζουµε µε πάθος. Βλέπουµε βέβαια χρόνο µε το χρόνο µια διαφορά στην έκφρασή τους. Οι πιο ψυχρές δίνουν κρασιά ωρίµανσης, η πιο θερµές πιο αρωµατικά.
Σκέφτεστε το αφρώδες;
ΚΩΝ. Μ: Θέλουµε οι κινήσεις µας να είναι προσεκτικές. Το αφρώδες είναι µεγάλο κεφάλαιο. Είναι µια σοβαρή απόφαση, ειδικά η παραδοσιακή µέθοδος της Καµπανίας. Πέρυσι δοκιµάσαµε ένα πειραµατικό Pet nat και θα κυκλοφορήσει φέτος κανονικά.
Μπορεί να βρει το Μοσχοφίλερο διεθνώς τη φήµη του Ασύρτικου;
ΣΩΤ.Μ.: ∆εν ξέρω, παίζει ρόλο και η Σαντορίνη, το ηφαίστειο, ο τουρισµός. Tο brand name δεν ξέρω αν µπορείς να το φτάσεις, αλλά την ποιότητα των κρασιών µπορεί, µε µείωση της παραγωγής, µε µια καλύτερη διαχείριση. Το δυναµικό της ποικιλίας και ο τόπος µπορούν να φτάσουν σε ένα υψηλό. Μπορείς να δεις και την παλαίωση. Υπάρχουν πράγµατα που µπορεί κανείς να κάνει και να του δώσει υπεραξίες που δεν τις έχει αγγίξει κανείς. Είναι θετικό επίσης ότι το Μοσχοφίλερο δεν έχει δώσει σαν καλλιέργεια ωραία δείγµατα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κάποιος που είναι πιο σνοµπ, µπορεί να σου πει όµως και όχι, δεν θα φτάσει ποτέ το Ασύρτικο.
Πώς την χτίζεις την ιστορία σου;
Κων.Μ.: Όταν ξεκίνησαν τα αδέρφια µου να δίνουµε τα κρασιά µας, απευθύνθηκαν σε ανθρώπους που ήταν µυηµένοι στο χώρο. Αυτό βοήθησε πολύ και στο εξωτερικό. Όταν κάποιος εισαγωγές από την Αµερική για παράδειγµα, ψάχνει κάτι να µην υπάρχει, να µην έχει κουράσει, αυτούς θα ρωτήσει και κάπως έτσι έµαθαν το όνοµά µας. Βέβαια, εγώ και ο Σωτήρης κάνουµε τη δουλειά στο οινοποιείο, η Κατερίνα είναι το µυαλό, το CEO µας…
ΚΑΤ.Μ.: Όταν ξεκινήσαµε, µε τη σοδειά του 2009, βγήκαµε δηλαδή στην αγορά το 2010, τότε η Αθήνα ήταν υπό κατάρρευση. Ακόµα και εκείνη την περίοδο υπήρχαν άνθρωποι που έψαχναν το µικρό διαµαντάκι που θα κάνει τη διαφορά, γιατί εκείνα τα Μοσχοφίλερα είχαν δοκίµαζαν τότε, είχαν κουράσει. Ο Γιάννης Καϋµενάκης µας βοήθησε πολύ τότε και οφείλω να του το αναγνωρίσω. Ήταν από τους ανθρώπους που µας πίστεψαν ως το τέλος.
Φαίνεται από την ιστορία σας, πως σε κάποια στιγµή, το Μοσχοφίλερο έχασε την αίγλη του;
Κατ. Μ.: Ήταν πολλοί οι παράγοντες που έχασε την αίγλη του το Μοσχοφίλερο. Υποτιµήσαµε την είσοδο της Μαλαγουζιάς, γιατί η Μαλαγουζιά στη µαζική κατανάλωση πήρε από το Μοσχοφίλερο. Τη δεκαετία του ‘90 ήταν ένα εύκολο κρασί, ολόλευκο. Αυτό άλλαξε για να αλλάξει και η αντιµετώπισή του. Ήµασταν από τις πρώτες Μαντίνειες που βγήκαν µε εκχύλιση. Επειδή αρχίσαµε µε τις µεγάλες εκχυλίσεις και είχαµε ροδίζον χρώµα, ο καταναλωτής στην ανώνυµη πώληση το γύριζε πίσω. Νόµιζαν πως έπρεπε να είναι ολόλευκο. Μετά άρχισε να µαθαίνει ο κόσµος πως η ποικιλία είναι ερυθρωπή. Η διαφορά είναι αισθητή στο χρώµα. Εκπαιδευόταν από σοµελιέ στα εστιατόρια που εστιάσαµε στο ξεκίνηµά µας.
ΣΩΤ.Μ.: Η εκπαίδευση έγινε σε τέτοιο βαθµό, που µια φορά, είχε έρθει καβίστας από τη Μύκονο, και του έδωσα κρασί, φρεσκοεµφιαλωµένο, που είναι ακόµα λίγο λευκό και θεωρούσε πως είναι λάθος.
Φτιάξατε όνοµα µε την Μαντίνεια, το κοινό σας αγάπησε µε την Ιέρεια, τι νεότερο έχουµε τώρα;
ΚΑΤ.Μ: Αυτήν τη στιγµή, όλα τα οινοποιεία της Μαντινείας ενωνόµαστε. Θα λεγόµαστε The Madinianw. Θα κάνουµε µια σειρά δράσεων, να κάνουµε το Μοσχοφίλερο ευρέως πιο γνωστό, θα κάνουµε συντονισµένες δράσεις. Όπως έγινε στην Αττική, στην Κεφαλονιά, στη Νεµέα. Στα δικά µας κρασιά, ήµασταν από την αρχή πολύ προσεκτικοί. Η πρώτη εµφιάλωση έγινε το 2009, η Ιέρια ήρθε έξι χρόνια µετά. Πλέον οινοποιούµε 50.000 Μαντίνειες και 10.000 Ιέρειες. Στη συνέχεια δοκιµάσαµε τη ∆ρεζίνα, σε µερικούς µήνες θα βγει η δεύτερη χρονιά, σε 2.000 ετικέτες, ενώ από πέρυσι φέραµε και την Aspela, που είναι ένα εγχείρηµα του Κωνσταντίνου.
Φωτογραφίες: Γεωργία Καραµαλή