Ο Hubert de Boüard, ιδιοκτήτης του Château Angélus,και ο Philippe Castéja, ιδιοκτήτης του Château Trotte Vieille, κατηγορούνται για πλαστογράφηση εμπορικής ετικέτας στο σύστημα Saint Emillion, με στόχο την αισχροκέρδεια, παρόλο που οι βαθμολογίες των κρασιών τους ήταν ήδη κοντά στις υψηλότερες δυνατές.
Η υπόθεση είδε το φως της δημοσιότητας μετά από ταυτόχρονη καταγγελία άλλων τριών Château, που τους αρνήθηκε η δυνατότητα να αποκτήσουν και αυτοί παρόμοιο σήμα ανωτέρας ποιότητας, Grand Cru A, παρά το γεγονός πως τα προϊόντα τους ήταν πανομοιότυπα με των δύο καταγγελλόμενων. Η διαφορά στις τιμές των προϊόντων είναι ιδιαίτερα υψηλή, καθώς τα προϊόντα με την ετικέτα Grand Cru A, απολαμβάνουν διαφορές στην τιμή που φτάνουν και το 30% σε σχέση με υποδεέστερα προϊόντα.
Η δικαστική διαμάχη «τρέχει» εδώ και μία δεκαετία, με τους κατηγορούμενους να εμφανίζονται τελικώς στο δικαστήριο την προηγούμενη εβδομάδα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.
Οι δύο ιδιοκτήτες κατηγορούνται για αισχροκέρδεια και αθέμιτο ανταγωνισμό, καθώς από την μία οι ιδιοκτήτες συμμετείχαν στην διαμόρφωση των εμπορικών ετικετών και έκριναν τα προϊόντα που τις αιτούνταν, από την άλλη αγνόησαν τους κανόνες για τα δικά τους προϊόντα.
Σε περίπτωση που βρεθούν ένοχοι από το δικαστήριο, αντιμετωπίζουν ο καθένας τους έως και 5 χρόνια φυλακής και ένα πρόστιμο που μπορεί και να φτάνει τις 500.000€.
Πρόκειται για μία ιδιαίτερης σημασίας δίκη, σύμφωνα με τον Έρικ Μοράν, δικηγόρο των εναγόμενων, ο οποίος δήλωσε πως ολόκληρο το σύστημα πώλησης των Château βρίσκεται αυτή στιγμή στο εδώλιο του κατηγορουμένου και όχι μόνο οι δύο ιδιοκτήτες, καθώς πλέον «το σύστημα δεν πουλάει κρασί αλλά την ταμπέλα του εκάστοτε ιδιοκτήτη. Στα πλαίσια της δίκης, που θα της δώσουμε την μέγιστη δυνατή δημοσιότητα, θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε στον κόσμο πως μόνο το 30% της βαθμολογίας στο υπάρχων σύστημα, εξηγείται από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πωληθέντος προϊόντος».