του Λάζαρου Γατσέλου
Πριν από περίπου δύο χρόνια πολλοί έσπευσαν να προδικάσουν το παρόν και το µέλλον των αφρωδών κρασιών και ιδιαίτερα των πολυπόθητων Champagne. Οι αριθµοί έδειχναν αµείλικτοι και η αλήθεια είναι πως η «ρηχή» ανάλυση των δηµοσιευµάτων φάνταζε σε απόλυτη συνάφεια µε την πραγµατικότητα. Οι διαδικτυακές αγορές του συνόλου των αφρωδών οίνων υπέστησαν αρχικά καθίζηση κατά τη διάρκεια των περιορισµών λόγω κορωνοϊού σε πολλές χώρες, συµπεριλαµβανοµένων της Γαλλίας, του Ηνωµένου Βασιλείου και των Η.Π.Α, παραδοσιακών και θεµελιωδών αγορών για τα αφρώδη κρασιά και ιδιαίτερα για τη Champagne. Ωστόσο, η ξαφνική πτώση ακολουθήθηκε γρήγορα από µια σηµαντική αλλαγή κατεύθυνσης των καµπυλών που προδιαγράφουν µια νέα εποχή για το σύνολο των αφρωδών κρασιών παγκοσµίως.
Όπως είναι προφανές, το αρνητικό οικονοµικό σοκ που προκάλεσε η πανδηµία επηρέασε αρνητικά την κατανάλωση ειδών πολυτελείας όπως οι αφρώδεις οίνοι και ιδιαίτερα η Champagne. Aκολούθως ένα σηµαντικό µέρος οινόφιλων και καταναλωτών, οι οποίοι είχαν λιγότερες ευκαιρίες πλέον να ξοδέψουν σε πολιτιστικές δραστηριότητες, γιορτές, ταξίδια -επαγγελµατικά και µη- και ούτω καθεξής, µειώνουν ή και σχεδόν µηδενίζουν τις αντίστοιχες καταναλώσεις και αρχικά αδιαφορούν για τα προϊόντα πολυτελείας. Σταδιακά όµως και προς το τέλος του πρώτου lock down το κλίµα ξεκινά να αντιστρέφεται. Την αρχή έκανε η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που συνέχισαν να εργάζονται κατά την πανδηµία, καθώς τα συγκεκριµένα άτοµα όχι µόνο δεν έχασαν εισόδηµα αλλά µπορούσαν να αποταµιεύσουν µε σηµαντικότερη ευκολία.
Σταδιακά οινόφιλοι και καταναλωτές φαίνεται να άρχισαν να προθυµοποιούνται να καλύψουν την ευχαρίστηση και το κενό των συνηθειών των κοινωνικών συνανστροφών στο σπίτι. Όσοι κρατούν στατιστικά ανά περίοδο σχετικά µε τα Google Trends σε διαφορετικές χώρες µπορούν να διαπιστώσουν το εντυπωσιακά αυξανόµενο ενδιαφέρον για τη λέξη sparkling και ακόµα το ακόµα εντονότερο ενδιαφέρον για τη λέξη Champagne ιδιαίτερα µετά το τέλος των κατά χώρα lockdown. Έτσι, αυτήν τη στιγµή βρισκόµαστε στην εποχή της σύγχρονης αναβίωσης των αφρωδών οίνων µε αποκορύφωµα, όπως και ήταν αναµενόµενο την Champagne.
Φιλοπεριβαλλοντικό προφίλ
Ταυτόχρονα όµως, όλοι οι σηµαντικοί παίχτες αφρωδών οίνων ανά τον πλανήτη (Champagne, Cava, Prosecco κ.λπ.) δείχνουν ιδιαίτερα ανήσυχοι για τις σπειροειδείς αύξησεις του κόστους µεταφορών, ιδιαίτερα για τις θαλάσσιες µεταφορές, µε τους συντελεστές ανά περίπτωση να δεκαπλασιάζονται. Εάν αυτό διαρκέσει πέραν του επόµενου εξαµήνου, οι παραγωγοί ενδέχεται να χρειαστεί να αυξήσουν τις τιµές. Αυτό αναµφίβολα συνεπάγεται και ορισµένες µη προβλέψιµες συνέπειες για τις εξαγωγές σε µη ευρωπαϊκές χώρες συµπεριλαµβανοµένων των Ηνωµένων Πολιτειών, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Κίνας. Γεγονός που µπορεί να δηµιουργήσει ανακατατάξεις και χαραµάδες για εισαγωγές ή και παραγωγή νέων προϊόντων σε αυτές τις σηµαντικές αγορές.
Ωστόσο, η προσωρινή αυξηµένη οικονοµική δύναµη πολλών πολιτών διατήρησε τη στεγανότητα των παραδοσιακών δυνάµεων. Οδήγησε π.χ. τις συνολικές εξαγωγές Champagne το 2021 να αυξηθούν στις 322 εκατοµµύρια φιάλες, σηµειώνοντας αύξηση 32% σε σχέση µε το 2020. Η αγορά στη Γαλλία αυξήθηκε κατά 25% σε σχεδόν 142 εκατοµµύρια φιάλες, µια επιστροφή στα επίπεδα του 2019.
Καθώς οι περιορισµοί και οι απαγορεύσεις σε τουρισµό και διοργάνωση εκδηλώσεων δείχνουν να εξαφανίζονται οριστικά από την καθηµερινότητα η οικιακή κατανάλωση θα παρουσιάσει µια αναµενόµενη περίοδο χαλάρωσης. Ωστόσο, η πλειοψηφία δοκίµασε νέα άγνωστα προϊόντα, ποιοτικών και τιµολογιακών επιπέδων που πιθανά να µην είχε ποτέ φανταστεί. Αυτό από µόνο του αφήνει µια παρακαταθήκη για το µέλλον όλων των αφρωδών κρασιών. Μένει να δούµε ποιοι θα έχουν τη διορατικότητα να καρπωθούν ότι βρίσκεται στα νέα µονοπάτια ανάπτυξης.
Συµφωνία για περισσότερα κιλα σταφυλια στην παραγωγη champagne
Κάθε χρόνο, οι εκπρόσωποι των αµπελοκαλλιεργητών σαµπάνιας, Syndicat Général des Vignerons, συναντούν τους εκπροσώπους των οίκων, Union des Maisons de Champagne, δύο µήνες πριν από την έναρξη του τρύγου, και διαπραγµατεύονται την ποσότητα σταφυλιών (σε κιλά) που επιτρέπεται να τρυγήσουν οι αµπελουργοί. Αυτός ο µηχανισµός ρύθµισης χρησιµοποιείται για την αποφυγή της υπερπαραγωγής και για τη διατήρηση ενός βιώσιµου εισοδήµατος για τους αµπελουργούς και ενός βιώσιµου κόστους σταφυλιών για τους οίκους σαµπάνιας. To 2020, µετά από έναν ασυνήθιστα µακρύ γύρο διαπραγµατεύσεων, συµφώνησαν µια απόδοση συγκοµιδής κατά 20% χαµηλότερη απ’ ό,τι το 2019. Σκοπός ήταν να αποφευχθεί η υπερπροσφορά σταφυλιών. Η ιστορική συµφωνία του 2020 αντιστοιχούσε σε 8.000 κιλά/στρέµµα, που ισοδυναµεί µε 230 εκ. φιάλες. Ωστόσο, στις αρχές του 2021 ακολούθησε µια προσαρµογή επιπλέον 400 κιλών, ανεβάζοντας την απόδοση στα 8.400 κιλά/στρέµµα. Τον Ιούλιο του 2021, αποφασίστηκε να αυξηθεί ξανά αυτό το ανώτατο όριο στα 10.000 κιλά/εκτάριο, αναγνωρίζοντας έτσι µε τον πιο θεσµικό τρόπο όχι απλά και µόνο µια σαφή ανάκαµψη της παγκόσµιας ζήτησης αλλά τη νέα εποχή άνθισης της Champagne και κατ’ επέκταση όλων των αφρωδών οίνων.
Το µέλλον στη ράχη της φυσαλίδας
Ισχυρό το ελληνικό αποτύπωµα
Aνάπτυξη προβλέπεται και για τα ελληνικά αφρώδη κρασιά ανεξάρτητα από τη µέθοδο παραγωγής τους. Το συµπέρασµα προκύπτει από το συνδυασµό τεσσάρων ιδιαίτερα σταθερών παραγόντων τουλάχιστον για το άµεσο µέλλον. Πρώτα από όλα η σταθεροποίηση µιας διευρυµένης τουριστικής περιόδου σε διαρκώς αυξανόµενο αριθµό τοποθεσιών σε συνδυασµό µε τη διατήρηση µιας σταθερά υψηλής επισκεψιµότητας αποτελεί από µόνη της παράγοντα συνολικής αύξησης της κατανάλωσης. Ακολούθως, ο Ελλαδικός χώρος είναι άρρηκτα συνδεδεµένος µε την εναλλασσόµενη παραλλακτικότητα και την αίσθηση µοναδικότητας που αποπνέει. Αυτό ενισχύει το συναίσθηµα των επισκεπτών να θέλουν να καταναλώσουν προϊόντα ταυτόσηµα µε τον τόπο επίσκεψης. Η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών αφρωδών παράγεται µονοποικιλιακά ή από συνδυασµούς ελληνικών ποικιλιών σταφυλιού.
Ένα επιπλέον στοιχείο που υποδεικνύουν σταθερά οι διεθνείς έρευνες που αναλύουν τις συµπεριφορές και τις αγοραστικές συνήθειες του συνόλου των τουριστών ανά χώρα και περιοχή, τόσο πριν την εµφάνιση της νόσου COVID-19 όσο και µετά, είναι η σταθερή ύπαρξη «εορταστικής διάθεσης», κάτι που αυτόµατα συνεπάγεται αυξηµένη αγοραστική τάση για αφρώδη κρασιά.