Η παραγωγή κρασιού στην ΕΕ έπεσε στους 138,3 εκατ. Εκατόλιτρα, το χαμηλότερο επίπεδο του 21ου αιώνα, επηρεασμένη από ακραία καιρικά φαινόμενα. Παράλληλα, η κατανάλωση συνεχίζει τη μακροχρόνια πτωτική της πορεία, αγγίζοντας τα 103,6 εκατ. εκατόλιτρα, το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και 60 χρόνια, λόγω απώλειας αγοραστικής δύναμης και αλλαγών στις καταναλωτικές συνήθειες των νέων γενεών.
Παρότι μειώθηκαν οι όγκοι, η αξία της αγοράς παρέμεινε σταθερή, αγγίζοντας τα €35,9 δισ. χάρη στη στρατηγική προτεραιότητας της ποιότητας έναντι της ποσότητας, κυρίως μέσα από τα premium και αφρώδη κρασιά. Η συνολική αξία της ευρωπαϊκής αγοράς κρασιού εκτιμάται στα $78,5 δισ.
Εν συνεχεία, η Γαλλία, επηρεασμένη από παγετούς, χαλαζοπτώσεις και ασθένειες, είδε τη συγκομιδή της να μειώνεται κατά 23%, χάνοντας την πρωτοκαθεδρία από την Ιταλία. Η Ιταλία επανήλθε στην κορυφή με 44,1 εκατ. εκατόλιτρα, ενώ η Ισπανία κατέγραψε άνοδο 18%, χωρίς όμως να φτάσει τον πενταετή μέσο όρο της.
Η αγορά έγινε πιο κατακερματισμένη, με τα ποιοτικά και αφρώδη κρασιά (όπως το Prosecco) να κερδίζουν έδαφος λόγω εξωτερικής ζήτησης, ενώ τα μαζικής παραγωγής, ειδικά τα κόκκινα, αντιμετώπισαν πλεονάζουσα προσφορά και μειωμένη ζήτηση. Αυτό οδήγησε σε προγράμματα εκρίζωσης αμπελώνων και επιτάχυνση της συγκέντρωσης του τομέα.
Ειδικότερα, οι μικρομεσαίες οινοποιίες αντιμετώπισαν τεράστιες αυξήσεις σε κόστος ενέργειας, μεταφορών και υλικών, χωρίς να μπορούν να μετακυλήσουν τις αυξήσεις στους καταναλωτές, κυρίως στον κορεσμένο τομέα του χύμα κρασιού.
Οι κλιματικές συνθήκες ήταν καθοριστικές: ξηρασίες έπληξαν τη νότια Ισπανία και Ιταλία, ενώ βροχές και παγετοί προκάλεσαν ζημιές σε Γαλλία και Γερμανία. Η παγκόσμια παραγωγή κρασιού έπεσε στα 225,8 εκατ. εκατόλιτρα, το χαμηλότερο επίπεδο από το 1961.
Η κατανάλωση μειώθηκε περαιτέρω στις κύριες αγορές: -3,6% στη Γαλλία, -3% στη Γερμανία, ενώ Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία παρουσίασαν σταθερότητα ή μικρές αυξήσεις. Το Prosecco συνεχίζει να αυξάνει τη δημοτικότητά του, ιδίως στους νέους.
Οι εξαγωγές σε όγκο παρέμειναν σταθερές, αλλά η αξία έφτασε σε ιστορικά υψηλά. Η Ιταλία αύξησε κατά 5,6% την αξία των εξαγωγών της, ενώ η Γαλλία είδε μείωση 2,4%. Η Ισπανία και η Πορτογαλία παρουσίασαν θετικά πρόσημα λόγω ανόδου των premium κρασιών.
Το 2024 συνεχίστηκε η μείωση των ευρωπαϊκών αμπελώνων (3,2 εκατ. εκτάρια). Η Ισπανία διατήρησε τη μεγαλύτερη έκταση, με μείωση όμως 1,5%, ενώ μόνο η Ιταλία κατέγραψε μικρή αύξηση. Οι πτωτικές τάσεις στην κατανάλωση και τα δημόσια προγράμματα εκρίζωσης ενίσχυσαν αυτή την εξέλιξη.
Ο αριθμός των οινοποιείων συνεχίζει να μειώνεται. Στη Γαλλία σημειώθηκαν 211 πτωχεύσεις, ενώ στην Ιταλία ο αριθμός μειώθηκε σε 30.000. Το μέλλον του τομέα εξαρτάται από την προσαρμοστικότητα στην κλιματική μεταβλητότητα, τη ζήτηση των νέων γενεών, και την υιοθέτηση βιώσιμων και καινοτόμων πρακτικών.
Συνοψίζοντας, η βιωσιμότητα και η βιολογική πιστοποίηση γίνονται βασικά κριτήρια διαφοροποίησης. Οι προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις και οι απευθείας πωλήσεις μέσω ψηφιακών καναλιών και οινοτουρισμού αποκτούν στρατηγικό ρόλο. Ο ευρωπαϊκός αμπελοοινικός τομέας εισέρχεται σε μια νέα φάση μετασχηματισμού, με στόχο τη διατήρηση της οικονομικής και πολιτιστικής του σημασίας.
