Αν ξεχωρίζαµε µια εγχώρια ποικιλία που τον τελευταίο χρόνο συζητήθηκε ιδιαίτερα και δείχνει να κερδίζει θέσεις τόσο στις αµπελουργικές ζώνες, όσο και στις οινοποιητικές προσπάθειες, αυτή είναι η Κυδωνίτσα. Με καταγωγή από τη Λακωνία, δείχνει να έχει «απλωθεί» µεθοδικά στον Πελοποννησιακό αµπελώνα αλλά και να κερδίζει θέσεις και βορειότερα.
Εκεί από όπου φαίνεται να ξεκινάει η πάντως η µεγάλη µάχη της αναγνώρισης για την Κυδωνίτσα, είναι η Νεµέα. Στην ιστορικότερη ίσως αµπελουργική ζώνη της χώρας, όπου για πολλές δεκαετίες επιβλήθηκε η µονοκρατορία του Αγιωργίτικου, παλιά και νέα οινοποιητικά σπίτια αναζητούσαν εδώ και καιρό µια δεύτερη, λευκή αυτήν τη φορά ποικιλία, η οποία θα µπορούσε να δέσει µε την περιοχή και να γίνει το όχηµα, µε το οποίο οι Νεµεάτες θα µπορούσαν να συστηθούν στις αγορές, πατώντας σε δύο βάρκες.
Οι φετινές «Μεγάλες Μέρες» της Νεµέας φαίνεται πως έδωσαν την αφορµή να ξεκινήσει και πιο συστηµατικά αυτή η συζήτηση. Μια διαδικασία γευσιγνωσίας µε 15, παρακαλώ, Κυδωνίτσες από την ευρύτερη περιοχή που έγινε υπό την επιµέλεια του Στέφανου Κόγια, αποτέλεσε ένα γεγονός το οποίο θέλησε να σηµατοδοτήσει τον παραπάνω σχεδιασµό, τουλάχιστον εκείνων που τον υιοθετούν.
Γιατί, όπως όλα δείχνουν, όπως γίνεται µε κάθε νέα πρωτοβουλία, υπάρχουν και οι διαφωνούντες. Όπως για παράδειγµα ο πάντα παρεµβατικός και επιδραστικός, Χρήστος Αϊβαλής, ο οποίος µε ανάρτησή του στα social media δείχνει να διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις για το όλο εγχείρηµα υπογραµµίζοντας: «Μεγάλες µέρες της Νεµέας, µεγάλη προσέλευση µε πρωταγωνιστή την Κυδωνίτσα και τα κοκτέιλ. Η αποδόµηση του Αγιωργίτικου άρχισε, γιατί ο εχθρός είναι εντός των τειχών».
Λαµπρό µέλλον, αντίστοιχο µε της Μαλαγουζιάς
H γηγενής στη Λακωνία Κυδωνίτσα ξεκίνησε να αναδύεται στην οινική επικαιρότητα εδώ και 20 χρόνια και σήµερα η καλλιέργειά της έχει επεκταθεί πέρα από την Πελοπόννησο σε πολλά αµπελουργικά διαµερίσµατα, όπως η ∆ράµα, η Χαλκιδική και τα Γιαννιτσά. Ως φυτό είναι αρκετά παραγωγικό, ανθεκτικό σε ασθένειες και ωριµάζει σχετικά αργά, µετά τα µέσα του Σεπτεµβρίου. Μόνη της δίνει κυρίως ξηρούς ήσυχους οίνους και κρασιά µε πρασινοκίτρινο χρώµα έντονα αρώµατα φρούτων και ορυκτότητας.
Το πιο χαρακτηριστικό της άρωµα είναι του ώριµου κυδωνιού, από όπου έχει πάρει και το όνοµά της. Έχει στρογγυλό σώµα µε µέτριο όγκο, µέτριο αλκοόλ και µέτρια οξύτητα, ή µέτρια σε ορεινά αµπελοτόπια. ∆ίνει κρασιά άµεσης κατανάλωσης, µε µικρό δυναµικό παλαίωσης, που µπορούν να συνοδέψουν άνετα πουλερικά, σαλάτες και λευκά αλµυρά τυριά. Επίσης η Κυδωνίτσα ανήκει στο χαρµάνι του γλυκού λευκού κρασιού ΠΟΠ Μονεµβασία-Malvasia, µαζί µε τις ποικιλίες Μονεµβασιά (κατ’ ελάχιστον 51%), Ασύρτικο και Ασπρούδες.
Βέβαια οι δυνατότητες της ποικιλίας συνεχώς διερευνώνται και ήδη διακρίνεται ο πολυδυναµικός της χαρακτήρας. Για παράδειγµα η δηµιουργία αφρώδους κρασιού µε την παραδοσιακή µέθοδο, από σταφύλια που καλλιεργούνται σε ορεινούς αµπελώνες αλλά και orange εκδοχών πείθουν για τις ευρείες δυνατότητές της. Και βέβαια, δεν είναι λίγοι όσοι στοιχηµατίζουν, πως το µέλλον της Κυδωνίτσας θα είναι εξίσου λαµπρό µε αυτό της Μαλαγουζιάς.
Με ένα ηχηρό masterclass στις Μεγάλες Μέρες της Νεµέας 2025
Τις χάρες και τις δυνατότητές της αποκάλυψε η πιο ανερχόµενη ελληνική ποικιλία, όπως κατά γενική οµολογία χαρακτηρίζεται η Κυδωνίτσα, στο σχετικό masterclass µε την καθοδήγηση του Στέφανου Κόγια DipWSET που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της φετινής διοργάνωσης Μεγάλες Μέρες της Νεµέας στο Palivou Wine Train του Κτήµατος Παλυβού. Τη γευστική παρουσίαση πραγµατοποίησε ο Σταύρος Μουστάκας-Οκταποδάς DipWSET και την αµπελουργική ανάλυση ο Κώστας Μπακασιέτας, γεωπόνος – οινολόγος MSc. Στο γενικό συµπέρασµα της δηµοφιλίας που απολαµβάνει η Κυδωνίτσα προστίθενται οι διαπιστώσεις ότι πρόκειται για µια ποικιλία που εκφράζει µε µεγάλη σαφήνεια τα χαρακτηριστικά του τόπου από όπου προέρχεται ενώ παράλληλα παρουσιάζει ένα εξαιρετικό δυναµικό παλαίωσης.
