Η κλιματική αλλαγή δεν είναι πια αφηρημένος όρος για το ελληνικό αμπέλι· είναι η καθημερινότητα που πιέζει τις αποδόσεις και αλλάζει τον χάρτη του τρύγου. Τα τελευταία δύο χρόνια, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, παρατεταμένοι καύσωνες, όψιμοι παγετοί, άνιση βροχόπτωση—συνθέτουν ένα περιβάλλον μόνιμης αστάθειας, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της συγκομιδής. Στη Σαντορίνη, το πιο εμβληματικό παράδειγμα, η φετινή παραγωγή εκτιμάται μόλις στις 350–400 τόνους, όταν την τελευταία δεκαετία κινούνταν συνήθως στις 2.500–3.000. Η κατάρρευση αυτή αποδίδεται στη συνδυασμένη επίδραση ξηρασίας, θερμικού στρες και γηρασμένων φυτειών που δυσκολεύονται να ανακάμψουν από συνεχόμενα σκληρά έτη.
Πιο συγκεκριμένα, οι καύσωνες του καλοκαιριού επιταχύνουν την ωρίμαση, «καίνε» ρόγες και οδηγούν σε αφυδάτωση και ανισοκατανομή σακχάρων—ιδίως σε άνυδρες νησιωτικές ζώνες όπου η άρδευση είναι περιορισμένη. Στην πράξη, αυτό σημαίνει μικρότερο βάρος σταφυλιού και λιγότερο μούστο ανά στρέμμα. Ταυτόχρονα, υψηλές θερμοκρασίες σημαίνουν και αυξημένη αλκοολική δυναμική, κάτι που αναγκάζει τα οινοποιεία να αλλάζουν ριζικά τα πρωτόκολλα τρύγου (πιο νωρίς, συχνά νύχτα) και οινοποίησης.
Στον αντίποδα, οι όψιμοι παγετοί της άνοιξης 2025, ιδίως στις 10 Απριλίου, χτύπησαν ευαίσθητα στάδια βλάστησης σε ζώνες της Αττικής και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η ζημιά στα πρωτογενή μάτια μεταφράστηκε σε αραιότερα σταφύλια και μειωμένη παραγωγή, με τον ΕΛΓΑ να ενεργοποιείται για εκτιμήσεις. Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται στην αγορά: λιγότερη πρώτη ύλη, μεγαλύτερη πίεση κόστους.
Παράλληλα, η άνιση βροχόπτωση προσθέτει άλλο ένα επίπεδο δυσκολίας: περίοδοι ξηρασίας ακολουθούνται από απότομες βροχές, αυξάνοντας τον κίνδυνο μυκητολογικών προσβολών (περονόσπορος/ωίδιο) και απαιτώντας συχνότερες παρεμβάσεις. Η εμπειρία προηγούμενων ετών στην Κρήτη έδειξε πόσο καταστροφικές μπορεί να είναι οι άκαιρες βροχές κοντά στον τρύγο, μειώνοντας θεαματικά τον όγκο παραγωγής.
Στο Αιγαίο, πέρα από τη θερμική/υδρολογική πίεση, η συνεχής αφαίμαξη των πρέμνων από διαδοχικούς φτωχούς τρύγους δημιουργεί φαύλο κύκλο: γηρασμένοι αμπελώνες που χρειάζονται αναδιάρθρωση, αλλά με εισόδημα που δεν αρκεί για επενδύσεις. Η εικόνα φέτος στη Σαντορίνη, με ελάχιστες αποδόσεις ακόμη και σε ιστορικές ποικιλίες όπως το Ασύρτικο και το Μαυροτράγανο—είναι ενδεικτική του συστημικού ρίσκου για τις νησιωτικές ΠΟΠ.
Συμπληρωματικά, σε εθνικό επίπεδο, οι Έλληνες παραγωγοί βλέπουν τα ίδια μοτίβα που αποτυπώνει ο OIV παγκοσμίως: μεγαλύτερη μεταβλητότητα από χρονιά σε χρονιά και ιστορικά χαμηλές στάθμες παραγωγής σε αρκετές χώρες, ως άθροισμα ακραίων καιρικών φαινομένων. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτή τη νέα «κλιματική κανονικότητα».
Πώς απαντά ο κλάδος; Με εργαλεία βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Αλλαγές στη διαχείριση φυλλώματος για σκίαση, νυχτερινός τρύγος, ακριβέστερη ζωνοποίηση και επιλογή δροσερότερων θέσεων/υψομέτρων. Παράλληλα, επενδύσεις σε ανθεκτικά υποκείμενα και ποικιλίες με καλύτερη ανοχή στην ξηρασία, όπως και σε αρδευτικά συστήματα όπου επιτρέπεται. Στην Ελλάδα ήδη βλέπουμε παραγωγούς να κατευθύνουν κεφάλαια σε υψηλότερα υψόμετρα και σε νέες φυτεύσεις, ως ασπίδα στην κλιματική μεταβλητότητα.
Το συμπέρασμα είναι ρεαλιστικό αλλά όχι μοιρολατρικό: η πτώση της συγκομιδής είναι προϊόν συσσωρευμένων κλιματικών πιέσεων καύσωνες, παγετοί, υδρολογικό στρες, που δεν θα εξαφανιστούν. Η επιβίωση και η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κρασιού περνά από την προσαρμογή: από τη στοχευμένη αναδιάρθρωση αμπελώνων μέχρι τα νέα πρωτόκολλα στο οινοποιείο. Όσο πιο γρήγορα και συντονισμένα γίνουν αυτές οι κινήσεις, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει ο κλάδος να διατηρήσει ταυτότητα και ποιότητα, σε μια εποχή όπου το κλίμα «γράφει» ολοένα πιο πολύ τον τρύγο.
