Στην Αυστρία, ο Werner Michlits της Meinklang δηλώνει πως πάνω από το ένα τρίτο της παραγωγής του κατευθύνεται στις ΗΠΑ. Οι εισαγωγείς του ζητούν να μειώσει τις τιμές ώστε να απορροφήσουν μέρος του κόστους, κάτι όμως αδύνατο. «Στο τέλος, είτε οι Αμερικανοί καταναλωτές θα πληρώσουν ακριβότερα είτε θα στραφούν σε άλλα κρασιά», λέει.
Ειδικότερα, η Ευρώπη, που επί χρόνια απολάμβανε ελεύθερη πρόσβαση στην αμερικανική αγορά, δεν εξασφάλισε εξαίρεση στη νέα εμπορική συμφωνία. Αν και ο Ντόναλντ Τραμπ είχε απειλήσει ακόμη και με 200% δασμούς, το 15% θεωρείται ήδη ιδιαίτερα επιβαρυντικό. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Οίνου (CEEV) υπολογίζει απώλειες 800 εκατ. έως 1 δισ. ευρώ μέσα στον επόμενο χρόνο.
Οι συνέπειες φαίνονται ήδη. Οι τιμές των ιταλικών κρασιών προς τις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 10% σε τρεις μήνες, ενώ μεγάλοι παραγωγοί όπως ο Lamberto Frescobaldi μιλούν για «δύσκολες στιγμές» σε μια αγορά που θεωρούν σχεδόν δεύτερη πατρίδα.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι εισαγωγείς βρίσκονται σε ασφυκτική πίεση. Ο Ben Aneff, πρόεδρος της U.S. Wine Trade Alliance, σημειώνει πως ένα κρασί που αγόρασε ένα εστιατόριο πέρυσι θα κοστίζει φέτος 35% ακριβότερα, συνδυάζοντας δασμούς και αδύναμο δολάριο. Οι διανομείς, που αντλούν έως και το 65% των εσόδων τους από εισαγόμενα κρασιά, έχουν παγώσει τις προσλήψεις και προχωρούν σε απολύσεις.
Παράλληλα, η ζημιά δεν περιορίζεται μόνο στο ευρωπαϊκό κρασί. Επειδή οι διανομείς δεσμεύουν κεφάλαια για να πληρώσουν τους δασμούς, περιορίζουν και τις αγορές από Αμερικανούς παραγωγούς. Ολόκληρο το σύστημα πώλησης κρασιού στις ΗΠΑ – με το τριπλό επίπεδο παραγωγός–διανομέας–λιανέμπορος – κάνει την κατάσταση ακόμη πιο δύσκαμπτη.
Γι’ αυτό και οι μεγαλύτεροι φορείς του αμερικανικού κλάδου, από τη Napa Valley Vintners μέχρι το Wine Institute, έστειλαν κοινή επιστολή στον Τραμπ ζητώντας να αναθεωρηθεί η πολιτική. Προειδοποιούν ότι τα μέτρα μπορούν να μειώσουν τις πωλήσεις αλκοολούχων ποτών κατά 2 δισ. δολάρια και να θέσουν σε κίνδυνο 25.000 θέσεις εργασίας.
Η ζημιά όμως αγγίζει και τον καταναλωτή. Το κρασί δεν είναι ένα τυποποιημένο προϊόν· το terroir είναι μοναδικό. Ένας Pinot Noir από τη Βουργουνδία δεν αντικαθίσταται από έναν Pinot Noir του Όρεγκον. Έτσι, παρότι οι τιμές ανεβαίνουν, οι καταναλωτές συνεχίζουν να ζητούν το συγκεκριμένο κρασί που θέλουν, ακόμη κι αν πληρώσουν περισσότερο.
Παρά τις δυσκολίες, κάποιοι παραμένουν αισιόδοξοι. Στις ΗΠΑ, οινοπωλεία όπως το Martha’s Vineyard στο Μίσιγκαν εκτιμούν ότι οι πελάτες θα δεχθούν μικρές αυξήσεις, αναζητώντας πάντα την αυθεντικότητα. Στο ίδιο πνεύμα, η Vinitaly επεκτείνει δυναμικά την παρουσία της στο Σικάγο, θεωρώντας την αγορά ζωτικής σημασίας για τα ιταλικά κρασιά, που αποφέρουν περίπου 2 δισ. ευρώ τον χρόνο στις ΗΠΑ.
Μάλιστα, ορισμένα ευρωπαϊκά κτήματα στρέφονται σε εναλλακτικές αγορές, όπως ο Καναδάς, το Μεξικό, η Βραζιλία ή μελλοντικά η Ινδία, αλλά καμία από αυτές δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αμερικανική αγορά.
Προς το παρόν, οι παραγωγοί ζουν σε καθεστώς αβεβαιότητας. Όπως λέει ο Michlits, «όλοι ελπίζουμε πως οι δασμοί θα εξαφανιστούν τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκαν».
