Έτσι, εκτός από τη Σαντορίνη και τη νησιά του Αιγαίου, όπου οι ελάχιστες βροχοπτώσεις, κυρίως μετά το Μάιο, επέφεραν έντονο υδατικό στρες, μεγάλα παράπονα ακούγονται από ολόκληρη την Πελοπόννησο και ειδικά την περιοχή της Νεμέας, όπου και η μεγαλύτερη αμπελουργική ζώνη της χώρας.
Ενδεικτικό των χαμηλών αποδόσεων είναι και το γεγονός ότι οι τιμές παραγωγού για τους αμπελουργούς στις περισσότερες περιοχές κινούνται λίγο υψηλότερα από τις αντίστοιχες περυσινές, όταν όλοι γνωρίζουν ότι η περασμένη ήταν μια από τις χειρότερες χρονιές των τελευταίων δεκαετιών.
Από την άλλη πλευρά, η ποιότητα των σταφυλιών, φέτος, σε γενικές γραμμές κρίνεται εξαιρετική. Με εξαίρεση κάποιες περιοχές όπου, αρκετά νωρίς ο περονόσπορος έπαιξε το ρόλο του, κι εδώ η Νεμέα επίσης αντιμετώπιση πρόβλημα, σε γενικές γραμμές η διαδικασία ωρίμανσης των οινοστάφυλων εξελίχθηκε κανονικά, διασφαλίζοντας τόσο την απαραίτητη οξύτητα όσο και τους αλκοολικούς βαθμούς που επιδιώκονται από κάθε ποικιλία.
Βεβαίως, εκεί όπου το υδατικό στρες ήταν έντονο και η ξηρασία παρατεταμένη, καταγράφονται αντίστοιχα προβλήματα και με την ποιότητα των σταφυλιών.
Όπως άλλωστε αναφέρεται στην τελευταία ανακοίνωση της ΚΕΟΣΟΕ επί του θέματος, οι επιπτώσεις των παγετών της 20ης Μαρτίου και της 10ηςΑπριλίου αφενός και η ξηρασία σαν αποτέλεσμα της έλλειψης βροχοπτώσεων και φέτος, αποτελούν τα κύρια αίτια για τη μειωμένη συγκομιδή που επιβεβαιώνεται στις μεγάλες αμπελουργικές περιοχές που βρίσκονται εν μέσω τρυγητού.
Με εξαίρεση τα αμπελουργικά διαμερίσματα της Μακεδονίας για τις πρώιμες ποικιλίες και το ξυνόμαυρο που μέχρι στιγμής παρουσιάζουν υψηλές προδιαγραφές και ποσότητες, ο τρύγος του ξυνόμαυρου θα ξεκινήσει από τα μέσα Σεπτεμβρίου και μετά – αλλά και του αμπελουργικού διαμερίσματος της Ηπείρου, που και σε αυτό το αμπελουργικό διαμέρισμα η σταφυλική παραγωγή είναι σε υψηλά standards, η εικόνα των αμπελώνων από τη Θεσσαλία και νοτιότερα, αν και ανομοιογενής, παρουσιάζεται προβληματική, ως προς τις αναμενόμενες ποσότητες που αναμένεται να εισκομισθούν.
Στη Θεσσαλία και ειδικότερα στον Τύρναβο, αναμένεται ελαφρά αυξημένη η παραγωγή σε σύγκριση με την περσυνή καταστροφική χρονιά, αν και η περιοχή συγκαταλέγεται σε αυτές που έπληξε ο παγετός της περασμένης άνοιξης. Η παραγωγή παραμένει σε επίπεδα κατώτερα του δυναμικού της περιοχής και για την κύρια ποικιλία του Μοσχάτου Τυρνάβου.
Στις αμπελουργικές περιοχές της Βοιωτίας, της Αττικής και της Εύβοιας, οι επιπτώσεις των παγετών της Άνοιξης είναι εμφανείς, αφού έθεσαν εκτός παραγωγής μεσοσταθμικά το 55% έως 60% των αμπελώνων, δοκιμάζοντας τις διαθέσεις των αμπελουργών για συνέχιση της καλλιέργειας, αφού με την πάροδο των ετών, τα εγκαταλελειμμένα αμπελοτεμάχια αυξάνονται, χωρίς να υπάρχει ενδιαφέρον εισόδου νέων αμπελοκαλλιεργητών.
Τα ίδια αίτια και η ίδια εικόνα με τις προαναφερθείσες περιοχές, παρουσιάζονται και στη δυναμική ζώνη της Νεμέας, στην οποία ο μέσος όρος παραγωγής Αγιωργήτικου ανά στρέμμα εκτιμάται στα 500 kg, χαμηλή απόδοση στην οποία συνέβαλλε και η εμφάνιση περονόσπορου.
Στην ευρύτερη περιοχή αυτήν της Κορινθίας οι κατά κύριο λόγο επιτραπέζιες ποικιλίες και ποικιλίες σταφιδοποιίας, Σουλτανίνα και Κορινθιακή, για μια ακόμη χρονιά ήταν ακατάλληλες για εμπόριο και αποξήρανση. Η Σουλτανίνα προσεβλήθη από ωίδιο και την «ασθένεια» της εγκατάλειψης και η Κορινθιακή «όδευσε» σε υψηλές τιμές στην οινοποίηση (0,60 €/kg).
Στην Αχαΐα με τις δεδομένες δυνατότητες άρδευσης, η παραγωγή του Ροδίτη σε ποσότητα αναμένεται στα περσινά ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ καλή είναι και η συγκομιδή του Μοσχάτου και της Μαυροδάφνης, που πληρώνονται σε ελαφρώς ανώτερες τιμές από πέρσι.
Στο Ηράκλειο Κρήτης, παρά την καταστροφική επίδραση της ανομβρίας και του καύσωνα στα επιτραπέζια σταφύλια, η παραγωγή των οινοσταφύλων είναι καλύτερη από την περσυνή ζοφερή χρονιά, αν και πάλι μειωμένη. Αξιοσημείωτο γεγονός, η παρατηρούμενη άνοδος των τιμών, αλλά και η υποκατάσταση μέσω εισαγωγών του «κενού» που δημιουργεί η έλλειψη Σουλτανίνας.
Στη Λήμνο η έλλειψη βροχοπτώσεων και οι υψηλές θερμοκρασίες καταπόνησαν τους αμπελώνες, επηρεάζοντας την ωρίμαση των σταφυλιών, όμως η παραγωγή ποσοτικά αναμένεται ελαφρώς καλύτερη από πέρσι, ενώ η ποιότητα έχει υψηλές προδιαγραφές.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Σάμος, στην οποία η υγιεινή και η ποιότητα των σταφυλιών είναι σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ οι ποσότητες αναμένεται να κυμανθούν στα περσινά επίπεδα.
Νοτιότερα η Σαντορίνη βιώνει τον δυσκολότερο τρύγο της ιστορικά, με ελάχιστες ποσότητες συγκομιδής ανά στρέμμα και συνολικά (85% μειωμένες σε σύγκριση με το μέσο όρο, και 50% σε σύγκριση με πέρσι), εξαιτίας της ξηρασίας αφενός και της επικράτησης ισχυρών ανέμων.
Η βάση εκκίνησης τιμών είναι τα 9 €/kg, αλλά σε πραγματικό επίπεδο θα ξεκινήσουν από 10 €/kg και αυξανόμενες έως τα 13 €/kg.
Μάχη δίνεται μεταξύ των οινοποιών, οι οποίοι τρυγούν τα αμπελοτεμάχια των αμπελουργών με δικά τους συνεργεία επιβαρυνόμενοι το κόστος συγκομιδής. Είναι προφανές ότι και ο αμπελώνας του νησιού δίνει μάχη επιβίωσης.
Παρόμοια εικόνα μείωσης της σταφυλικής παραγωγής παρουσιάζει και η Ρόδος φέτος, στην οποία η παραγωγή σταφυλιών, πέραν των καιρικών φαινομένων επηρεάζεται και από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία εισόδου νέων.
Στο Ιόνιο, η Ζάκυνθος, μετά την περσινή καταστροφή λόγω του καύσωνα και της ανομβρίας, αναμένει καλύτερη και ποιοτικότερη παραγωγή στις τοπικές ποικιλίες, αν και σε αυτό το νησί, εμφανείς είναι οι τάσεις εγκατάλειψης.
Τέλος στην Κεφαλονιά μετά την εξαιρετική χρονιά πέρσι, ο παγετός του Απριλίου έπληξε τα πεδινά τμήματα του νησιού και ένα δεκαήμερο κύμα ζεστού αέρα τον Ιούλιο έπληξε τις πλαγιές του Αίνου με αποτέλεσμα οι ξηροθερμικές συνθήκες να καταστρέψουν μεγάλο τμήμα της παραγωγής. Αξιοσημείωτη είναι η άνοδος των τιμών σαν αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγής.
Σε γενικό επίπεδο, αναδύονται νέοι παράγοντες που θα επηρεάσουν την αγορά οίνου.
Κατ’ αρχάς αναμένεται αύξηση των τιμών σταφυλιού στις περιοχές παραγωγής οίνων με Γεωγραφική ένδειξη που η παραγωγή τους μειώθηκε εξαιτίας των καιρικών συνθηκών, αφού τα οινοποιεία πρέπει να καλύψουν τις ανάγκες τους με εγχώρια παραγωγή. Στον αντίποδα η μείωση της κατανάλωσης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο που προκαλεί μείωση των πωλήσεων στα οινοποιεία την καλοκαιρινή περίοδο, που αγγίζει το 30%-40%, αποτελεί έναν παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη.
Στελέχη πωλήσεων οινοποιείων εστιάζουν στην ανορθόδοξη και εχθρική τιμολογιακή πολιτική των σημείων εστίασης (16 €/lt σε καράφα και τετραπλάσια τιμή πώλησης σε σχέση με την αγορά ανά φιάλη), πολιτική που απωθεί τους καταναλωτές, συνεπικουρούμενη και από την αυστηροποίηση των ποινών και την αύξηση των αλκοτέστ.
Στην στενωπό αυτή, προστίθεται όπως κάθε χρόνο και το «παράθυρο ευκαιρίας», που και φέτος ανοίγει από την ισπανική, βουλγαρική αλλά κυρίως από την ιταλική αγορά η οποία αναμένει πληθωρική παραγωγή, με επιπλέον άγνωστη παράμετρο την αγορά των ΗΠΑ και την επιβολή δασμών 15% στα ευρωπαϊκά κρασιά.
