Η αμπελο-οινική οικογενειακή επιχείρηση, από τη Χαλκιδική, διατηρεί από το 1998 έναν ιδιόκτητο βιολογικό αμπελώνα 250 στρεμμάτων, που «απλώνεται» στην περιοχή της Αγίας Τριάδας Πολυγύρου, σε υψόμετρο από 400 έως 500 μέτρα, με θέα τη θάλασσα και τον κόλπο των Καλυβών και από το 2015 και ιδιόκτητο οινοποιείο στο κοντινό χωριό Πορταριά.
«Ο ιδρυτής του κτήματος, ο γιατρός Χρήστος Κωνσταντάρας αποφάσισε να ασχοληθεί με την αμπελουργία και την οινοποίηση από την αγάπη του για το κρασί και, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990, φύτεψε τον αμπελώνα με ξενικές ποικιλίες, όπως Sauvignon Blank, Merlot, Cabernet Sauvignon και Syrah. Από το 2015 και μετά, ωστόσο, έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, που έχει ως στόχο να αλλάξει τη σύνθεση του αμπελώνα, αναδεικνύοντας κυρίως ελληνικές ποικιλίες», είπε στην Agrenda και το WineTrials, ο Θωμάς Κοντοπός, οινολόγος στο Κτήμα.
Ήδη στο πλαίσιο της αντικατάστασης των ξενικών με γηγενείς ποικιλίες, το merlot, που κάλυπτε σχεδόν 150 στρέμματα του αμπελώνα, έχει πλέον περιοριστεί στα περίπου 30 στρέμματα και στη θέση του μπήκε κυρίως μαλαγουζιά, καθώς επίσης και ασύρτικο και λημνιό.
«Με μαλαγουζιά φυτεύτηκαν γύρω στα 60 στρέμματα, ενώ από άλλα 10 στρέμματα είναι οι αναμπελώσεις με λημνιό και ασύρτικο, ενώ έχει μπει και λίγο viogner. Το πλάνο της ανδιάρθρωσης όμως συνεχίζεται και στόχος είναι όταν ολοκληρωθεί οι ελληνικές ποικιλίες να καλύπτουν το 70%-80% του βιολογικού μας αμπελώνα», εξηγεί ο κ. Κοντοπός. Ο ίδιος προσθέτει, ακόμη, πως ταυτόχρονα προωθείται και πλάνο καινούριων φυτεύσεων, το οποίο, σε πλήρη ανάπτυξη, εκτιμάται μέχρι το 2028, θα προσθέσει άλλα περίπου 40 στρέμματα στον αμπελώνα. Για τα 25 από αυτά, μάλιστα, έχουν ήδη εξασφαλιστεί και οι απαιτούμενες άδειες από το Κτήμα Κωνσταντάρα -το οποίο διαχειρίζεται και έναν αμπελώνα 24 στρεμμάτων που ανήκει στη ψυχιατρική του ΑΠΘ- και προχωρά και η φύτευση και πάλι κυρίως με μαλαγουζιά.
Η επιμονή στη συγκεκριμένη ποικιλία σχετίζεται με το γεγονός ότι το ομώνυμο μονοποικιλιακό κρασί που βγάζει το Κτήμα Κωνσταντάρα έχει εξελιχθεί σε «ατμομηχανή» των πωλήσεων. «Ξεκινήσαμε τη μαλαγουζιά με περίπου 5.000 φιάλες, στην πρώτη οινοποίηση του Κτήματος το 2015 και φέτος υπολογίζουμε ότι θα εμφιαλώσουμε περί τις 50.000 – 55.000 φιάλες. Είναι ένα κρασί που τρέχει και αποσπά διαρκώς βραβεία και διακρίσεις», μας είπε ο οινολόγος του Κτήματος προσθέτοντας ότι από τα λευκά έπεται το Sauvignon Blank με κοντά 30.000 φιάλες ετησίως και υπάρχουν επίσης ένα φουμέ, ίδιας ποικιλίας με σχεδόν 4.000 φιάλες, το οποίο ωριμάζει για 4 μήνες σε αμερικανικό βαρέλι, καθώς και ένα blend με viogner-ασύρτικο, που ανάλογα τη χρονιά βγαίνει σε 3-4.000 φιάλες. Στα ροζέ κυκλοφορεί ένα Cabernet Sauvignon και στα κόκκινα ένα σκέτο merlot, ένα χαρμάνι από merlot – cabernet και το cabernet sauvignon – syrah, το λεγόμενο Tres Sacre, για το οποίο το πλάνο είναι να βγει από ποικιλία λημνιό, μόλις ο αμπελώνας που έχει φυτευτεί δώσει τρύγο, με δεδομένο ότι πρόκειται για μια παλιά ελληνική ποικιλία με παράδοση στη Χαλκιδική. Το κτήμα έχει και τη σειρά Χάριτες Πέτρες, κάτω από την οποία υπάρχει ένα μοσχάτο αλεξανδρείας με αθήρι, ένα ημίξηρο ροζέ με syra – cabernet sauvignon και ένα κόκκινο ξηρό από syrah και merlot.
Η διάθεση των κρασιών του Κτήματος Κωνσταντάρα γίνεται κυρίως στη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη και σε κάποια νησιά, ενώ λίγες εξαγωγές, όπως μας ανέφερε ο Στράτος Ελευθεριάδης, διευθυντής πωλήσεων της επιχείρησης, πραγματοποιούνται σε Κύπρο, Γερμανία, Βέλγιο, Αλβανία, Βουλγαρία και Ρουμανία.
Η δυναμικότητα του οινοποιείου είναι στις 150.000 φιάλες και τα τρία τελευταία χρόνια εξαντλείται. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Νίκος Τζέκης, γαμπρός του Χρήστου Κωνσταντάρα, που έχει αναλάβει και τρέχει την οινοποιητική επιχείρηση από το 2015 και εντεύθεν, έχει αποφασίσει να προχωρήσει στην επέκταση των υποδομών.
«Το σχέδιο είναι να γίνουν νέοι χώροι αποθήκευσης και παλαίωσης και ωρίμανσης, αλλά και να μπουν κι άλλες δεξαμενές, προκειμένου ακόμη και να διπλασιαστεί η δυναμικότητα του οινοποιείου, να φτάσουμε στις 300.000 φιάλες», μας είπε ο κ. Κοντοπός, προσθέτοντας πως η άδεια για το χώρο της κάβας υπάρχει ήδη, αλλά η υλοποίηση της επένδυσης θα εξαρτηθεί από το αν θα ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα από αυτά που αναμένεται να ανοίξουν μέσα στο 2024.