Στο διαμέρισμα Tarija, στο νότιο τμήμα της χώρας στους πρόποδες της οροσειράς των Άνδεων, βρίσκονται οι «εμπιστευτικοί» αμπελώνες της Βολιβίας, περικυκλωμένοι από τους δύο ‘’κολοσσούς’’, την Αργεντινή και τη Χιλή, δηλαδή τον 7ο και 8ο πιο επιβλητικό αμπελώνα στον κόσμο, οι οποίοι εκτείνονται σε περισσότερα από 2.000.000 στρέμματα.
Τα 50.000 στρέμματα του αμπελώνα της Tarija επωφελούνται από ένα εύκρατο κλίμα, με έντονη ηλιοφάνεια κατά τη διάρκεια της ημέρας και ευεργετική υγρασία τη νύχτα, προστατευμένα από ισχυρούς βόρειους ανέμους.
Η πλειονότητα του οίνου της Βολιβίας παράγεται σε υψόμετρο μεταξύ 1.600 και 2.000 μέτρων. Σε μερικές περιοχές των Άνδεων μάλιστα, με θερμότερο κλίμα, υπάρχουν αμπελώνες σε υψόμετρο 3.000 μέτρα! “Το υψόμετρο σημαίνει ότι είμαστε περισσότερο εκτεθειμένοι στην υπεριώδη ακτινοβολία”, η οποία αλλάζει τη φωτοσύνθεση και την “αντίδραση των φυτών” με “πάχυνση της φλούδας” των σταφυλιών, εξηγεί ο οινολόγος Nelson Sfarcich.
Ο Helmut Kohlberg, ιδιοκτήτης του οινοποιείου με το ίδιο όνομα, εξηγεί ότι το υψόμετρο προσδίδει “μια αρωματική ιδιαιτερότητα” στο κρασί με “πολύ ώριμα σταφύλια, μια ενδιαφέρουσα συγκέντρωση αρωμάτων με μεταξένιες ταννίνες και, πέρα από αυτό, ένα όμορφο χρώμα”.
Γαστρονομική “άνθιση”
Η Maria José Granier, ιδιοκτήτρια του αμπελώνα του Jardin Oculto, εξηγεί ότι “το υψόμετρο επιτρέπει στο αμπέλι να μπει σε αδράνεια (περίοδος κατά την οποία το φυτό σταματά την ανάπτυξή του) το χειμώνα, να επανέλθει την άνοιξη και έτσι να έχει έναν πιο ‘’σωστό’’ κύκλο ανάπτυξης”.
Αποκαλεί αυτά τα κρασιά υψηλού υψομέτρου “κομψά, με χαμηλό ποσοστό αλκοόλ” παρά την αφθονία του ήλιου που αυξάνει τα σάκχαρα των σταφυλιών άρα και το τελικό περιεχόμενο σε αλκοόλ, “αλλά του οποίου τα αρώματα και οι γεύσεις είναι ταυτόχρονα μαλακά και ισχυρά”.
Η χαμηλή παραγωγή, μόλις 8 εκατομμυρίων εκατόλιτρων (hl), προορίζεται κυρίως για την εγχώρια αγορά. Ορισμένες φιάλες αφρώδους κρασιού ταξιδεύουν στην Κίνα και τα καλύτερα Cabernet Sauvignon, Malbec, Merlot και Tannat προτείνονται από κάβες στις Ηνωμένες Πολιτείες και πιο σπάνια στη Γαλλία ή την Ιαπωνία.
Η αυξανόμενη δημοτικότητα των βολιβιανών κρασιών συνέπεσε με μια γαστρονομική άνθιση που συνέβη σε εστιατόρια στη Λα Παζ, εστιασμένα στις τοπικές γεύσεις, γεγονός που κάνει τους παραγωγούς να επικεντρώνονται όχι στην ποσότητα αλλά στην ποιότητα.
“Δεν υπάρχει πραγματική δυνατότητα για αύξηση των εκτάσεων”, επιβεβαιώνει η sommelier Carla Molina Garcia, η οποία υπερασπίζεται τις ποιότητες της πιο διαδεδομένης ποικιλίας σταφυλιού στη χώρα, το Μοσχάτο Αλεξανδρείας, το οποίο καλύπτει το 70% της καλλιεργούμενης περιοχής και “δίνει ένα γλυκό, αρκετά αρωματικό κρασί”.
“Ωστόσο, από άποψη ποιότητας, υπάρχει ακόμα δρόμος”, αναφέρει. “Συνεπώς, πιστεύω ότι σε λίγα χρόνια η Βολιβία θα είναι γνωστή σαν πραγματική χώρα παραγωγής. Είναι μικρή, αλλά παράγει κρασιά που ξεχωρίζουν πραγματικά”.
Πηγή larvf.com