του Λεωνίδα Λιάμη
Ως «πολλά υποσχόμενες» για την παραγωγή ερυθρών οίνων ποιότητας στην ιστορική περιοχή της Θράκης, αξιολογούνται οι γηγενείς ποικιλίες «Καρναχαλάς» και «Μπουγιαλαμάς», που «έλκουν τις ρίζες τους» στο Σουφλί, της περιφερειακής ενότητας Έβρου.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη, αφενός για τη διερεύνηση της σπανιότητας κι αφετέρου τη μοριακή ταυτοποίηση για πρώτη φορά των δύο επίμαχων οινοποιήσιμων ποικιλιών αμπέλου που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου «Dionysos» και χρηματοδοτήθηκε από το Interreg V-A, Ελλάδας – Βουλγαρίας, της περιόδου 2014-2020.
Συνολικά μελετήθηκαν για την ταυτότητά τους και την ποιότητα των οίνων που παράγουν επτά ποικιλίες από την περιοχή του Σουφλίου, εκ των οποίων οι «Καρναχαλάς», «Μπουγιαλαμάς», «Λιγαρίδια», «Βουλγαρούδι», «Μπογιατζίδες» και «Παππαδίς» είναι ερυθρές, και το «Πατίκι» λευκή.
Παρελήφθησαν, επίσης από την περιοχή της Νέας Περάμου – Ελευθερές Καβάλας δείγματα της ποικιλίας «Ροζακί», στα οποία έγινε μοριακός προσδιορισμό και από τις αναλύσεις διαπιστώθηκε ότι έχει ίδιες τιμές (για τους δείκτες που έχουν χρησιμοποιηθεί) με το Ροζακί Αρχάνων της Εθνικής Συλλογής, πιστοποιώντας, έτσι, την ταυτότητα της ποικιλίας.
Οι ποικιλίες «Καρναχαλάς» και «Μπουγιαλαμάς» ωστόσο, όπως εξηγεί στην Agrenda ο καθηγητής Οινολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Γεώργιος Κοτσερίδης, μελετήθηκαν για δυο συνεχόμενες σεζόν, όπως επιτάσσει η επιστημονική μελέτη ποικιλιών για να συμπεριληφθεί η επίδραση των κλιματολογικών συνθηκών της κάθε χρονιάς.
«Χρησιμοποιήθηκαν 7 μικροδορυφόροι, ώστε να προσδιορίσουμε το μοριακό προφίλ των δύο ποικιλιών και στη συνέχεια συγκρίναμε το προφίλ τους με παρόμοια μοριακά δεδομένα από άλλες αυτόχθονες ποικιλίες καθώς και με διεθνείς ποικιλίες. Τα σταφύλια συγκομίστηκαν στη βέλτιστη τεχνολογική ωριμότητα, για δύο συνεχόμενές βλαστικές περιόδους (2017–2018) και πραγματοποιήθηκε οινοποίηση στον χώρο των οινοποιήσεων του Εργαστηρίου Οινολογίας και Αποσταγμάτων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, που ήταν συντονιστής του έργου», αναφέρει ο καθηγητή και προσθέτει ότι ο τρύγος του 2017 έδωσε και για τις δύο ποικιλίες οίνους, με υψηλότερα ποσοστά φαινολικών και ανθοκυανινών σε σχέση με τους οίνους του 2018, ενώ όσον αφορά την οργανοληπτική ανάλυση, ο οίνος «Μπογιαλαμάδες» έδωσε ένα πιο πλούσιο προφίλ από την ποικιλία «Καρναχαλάδες».
«Οι αμπελουργοί και οι οινολόγοι της περιοχής, εάν εφαρμόσουν, στις συγκεκριμένες ποικιλίες, τις κατάλληλες αμπελουργικές πρακτικές και τεχνολογίες οινοποίησης, μπορούν να δημιουργήσουν κρασιά υψηλής ποιότητας», αναφέρει συμπερασματικά ο κ. Κοτσερίδης, επικαλούμενος τα αποτελέσματα της μελέτης που δημοσιεύτηκαν ήδη και στο υψηλής επιστημονικής απήχησης περιοδικό Plants.
Ο ίδιος σημείωσε ακόμη πως οι οίνοι που παράγονται από γηγενείς οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου έχουν, μεν, σημαντική οικονομική επίπτωση στην οινική οικονομία της Ελλάδας, ωστόσο, επιστημονικά δεδομένα σχετικά με το μοριακό προφίλ της αμπέλου όσο και με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των παραγόμενων οίνων από αυτές, είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Για το Dionysos γενικότερα ο καθηγητής τόνισε πως το έργο, στο οποίο μετείχαν συνολικά 8 εταίροι από Ελλάδα και Βουλγαρία στοχεύει στην αξιοποίηση της ιστορίας της αμπέλου και του οίνου και τη διερεύνηση των ιδιαίτερων γηγενών ποικιλιών της περιοχής εφαρμογής του.
«Αναδεικνύει συνολικά το μοναδικό terroir και το οινικό δυναμικό της περιοχής συμβάλλοντας στη διατήρηση και ενίσχυση της τοπικής βιοποικιλότητας», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως «για πρώτη φορά είχαμε μια ολιστική μελέτη ποικιλιών αμπελιού, που να ξεκινάει από τη μοριακή τους ταυτοποίηση και φτάνει μέχρι την ανάλυση της χημικής σύστασης των σταφυλιών, αλλά και της χημικής και της οργανοληπτικής ποιότητας των οίνων».