Άλλωστε δεν θα µπορούσε να µην ληφθεί υπόψη ο οξύς ανταγωνισµός που αναπτύσσεται διεθνώς.
Αναµφίβολα, αυτήν τη στιγµή, στον ευρύτερο αµπελοοινικό κλάδο καταγράφεται µια ανισοµέρεια.
Σε απλά ελληνικά, οι συντελεστές του κλάδου έχουν βάλει µπροστά το κάρο και πίσω το άλογο.
Έτσι, ακόµα και αν στο πεδίο της οινοποίησης και ειδικά σε επίπεδο τεχνολογίας και υποδοµών έχουν γίνει αρκετά πράγµατα, η υπόθεση του αµπελώνα δείχνει να «πονάει». Κι αυτό, όταν όλοι συµφωνούν ότι δεν γίνεται το ελληνικό ποιοτικό κρασί να στηρίζεται αποκλειστικά στους ιδιόκτητους αµπελώνες των οινοποιητικών µονάδων, ιδιαίτερα όταν αυτές χρόνο µε το χρόνο πληθαίνουν και µεγαλώνουν.
Προς το παρόν οι «ελεύθεροι» αµπελουργοί, δηλαδή, όσοι δεν διαθέτουν δικό τους οινοποιείο ή δεν εµφιαλώνουν κρασί µε δική τους ετικέτα (φιλοξενούµενοι), έχουν κυρίως στο µυαλό τους τις στρεµµατικές αποδόσεις. Μ’ αυτή την έννοια επιλέγουν τις πλέον παραγωγικές ποικιλίες, ακολουθούν την πλέον επιθετική πολιτική διαχείρισης εισροών (θρέψη, φυτοπροστασία, άρδευση κ.ά.) και µετρούν µόνο το τονάζ. Προφανώς και έχει συµβάλλει σ’ αυτό η ισοπεδωτική τιµολογιακή πολιτική που ακολουθούν και µάλιστα σε ένα πολύ µεγάλο εύρος, οι οινοποιητικές µονάδες (προµηθευτές πρώτης ύλης).
Τον τελευταίο καιρό δείχνει να θεµελιώνεται µια πολιτική συνεργασίας, εν είδει συµβολαιακής, ανάµεσα σε επαγγελµατίες αµπελουργούς και σε οινοποιητικές µονάδες. Σηµειωτέον ότι ο µεγάλος όγκος της πρωτογενούς παραγωγής κινείται εκτός κανονιστικού πλαισίου, µε µικρό ενδιαφέρον για τα κριτήρια ποιότητας. Αντίθετα, έχει ως αποκλειστικό γνώµονα τις µεγάλες αποδόσεις.
Η τιµολόγηση της ποιότητας µε στόχο την ενίσχυση της ποιοτικής παραγωγής δείχνει να έχει ακόµα πολύ δρόµο. Βρίσκει εµπόδια και στο γερασµένο σύστηµα κατοχύρωσης αδειών φύτευσης αµπέλου. Σε κάθε περίπτωση για το τάνγκο χρειάζονται δύο των οποίων η σχέση δεν έχει αρκούντως καλλιεργηθεί.